Παρουσιάζουμε κάτωθι
αποσπάσματα από το εξαιρετικό βιβλίο του μακαριστού π. Επιφανίου Θεοδωρόπουλου
με τίτλο «Τα δύο άκρα, Οικουμενισμός και Ζηλωτισμός», έκδοσης Ιερού
Ησυχαστηρίου Κεχαριτωμένης Θεοτόκου Τροιζήνος, και συστήνουμε σε πάντα
ενδιαφερόμενο να το προμηθευτεί και να το μελετήσει καλοπροαίρετα και διεξοδικά!
Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη, ένα για κάθε άκρο,
κάθε βασική εκτροπή στα περί Εκκλησίας, το α’ μέρος για τον οικουμενισμό και το β’ μέρος
για τον ζηλωτισμό-παλιοημερολογιτισμό. Θεωρούμε αμφότερα μέρη εξίσου σημαντικά.
Κάθε μέρος του βιβλίου αποτελείται από απολογητικές επιστολές του π. Επιφανίου,
το μεν πρώτο από εννέα, το δε δεύτερο από είκοσι τέσσερις. Άλλες είναι
προσωπικές, άλλες ανοιχτές, άλλες απ’ αυτές δημοσιευμένες σε έντυπα και άλλες
αδημοσίευτες. Αναδημοσιεύουμε από το διαδίκτυο αποσπάσματα ή ακέραιες επιστολές
που περιέχει το βιβλίο, με αναφορά στο χρόνο συγγραφής ή/και δημοσίευσης σε
έντυπο, καθώς και στον παραλήπτη. Τηρούμε την αρίθμηση σελίδων της β’ έκδοσης
του βιβλίου. Πολλοί ιερείς και αρχιερείς έχουν συστήσει τη μελέτη αυτού του
βιβλίου, π.χ. ο Γόρτυνος Ιερεμίας
Παναγιώτατε,
Από τινων ετών κατώδυνον το Πλήρωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, το συνειδητώς πιστεύον πλήρωμα, παρίσταται θεατής επικινδύνων προς την Πίστην ακροβασιών του Πρώτου της Ορθοδοξίας Επισκόπου. Ούτως, ίνα παραλίπωμεν άλλου είδους ακροβασίας, η προς τον Πάπαν και τον Παπισμόν συμπεριφορά Υμών και τινών Υμετέρων αντιπροσώπων, ρίπτει εις άφατον θλίψιν, αλλά και φοβεράν ψυχικήν δοκιμασίαν, τα αληθώς ορθοδοξούντα τέκνα της Εκκλησίας. Αλληλογραφείτε μετά του Πάπα εν πάση εκκλησιαστική τάξει, ως εάν έζωμεν εις τον Ε' μ.Χ. αιώνα. Υποβάλλεσθε εις τας ταλαιπωρίας μακρινών ταξιδίων προς συνάντησιν αυτού. Ανταλλάσσετε μετ' αυτού τρυφεράς περιπτύξεις και αδελφικούς ασπασμούς. Καλείτε αυτόν «Πρώτον Επίσκοπον της Χριστιανοσύνης» και υμάς Αυτόν δεύτερον. Διακηρύσσετε urbi et orbi ότι «ουδεμία διαφορά χωρίζει τας δύο Εκκλησίας». Συμπροσεύχεσθε μετ' αντιπροσώπων αυτού και φέρεσθε προς αυτούς σχεδόν όπως και προς τους Ορθοδόξους Επισκόπους. Αίρετε εκ μέσου αιωνοβίους αφορισμούς, οίτινες, έστω και αν επεβλήθεισαν υπό το κράτος των εντυπώσεων εκ στιγμιαίων γεγονότων πρωτοφανούς οξύτητας και ως αντίδρασις εις τα γεγονότα εκείνα, ουχ ήττον δε εξέφραζον ει μη το καθολικόν φρόνημα της αμωμήτου και θεοφόρου Ορθοδοξίας και δεν απετέλουν ει μη απλήν εφαρμογήν, καθυστερημένη μάλιστα, των διατάξεων του Κανονικού της Εκκλησίας Δικαίου, επιβαλλουσών την αποπομπήν εκ της θεοτεύκτου Μάνδρας των «ανιάτως και προς θάνατον νοσούντων» προβάτων, των αιρετικών δηλαδή και φθορέων της Πίστεως.
Παναγιώτατε,
Τι εκ των δύο συνέβη; Ο Πάπας προσεχώρησε εις την Ορθοδοξίαν ή Υμείς εις τον Παπισμόν; Εάν το πρώτον, αναγγείλατε τούτο, ίνα πάντες φαιδρώς πανηγυρίσωμεν μετ' αλλήλων και χορεύσωμεν. Εάν το δεύτερον, ομιλήσατε μετ' ειλικρινείας και ευθύτητος, ίνα βεβαιωθώμεν ότι, μετά της παλαιάς, απώλετο και η Νέα Ρώμη και κατεπόθη υπό της αιρέσεως. Εάν δε ουδέν εκ τούτων συνέβη, αλλά και Υμείς και ο Πάπας εμένετε εν τοις οικείοις έκαστος όροις, τότε πώς ερμηνεύονται αι προεκτεθείσαι ενέργειαι Υμών; Πώς είναι δυνατόν ο αιρετικός Πάπας να είναι ο Πρώτος Επίσκοπος της Χριστιανοσύνης και Υμείς ο δεύτερος; Πότε η Εκκλησία ημών συνηρίθμησεν ομού μετά των Ορθοδόξων Επισκόπων τους Επισκόπους των αιρετικών; Δογματικής και κανονικής ακριβείας γλώσσαν ομιλείτε ή ευελίκτου διπλωματικής υποκρισίας; Επίσκοπος είσθε ή διπλωμάτης; Πώς δ' ακόμη είναι δυνατόν να αίρωνται αι κανονικαί της Εκκλησίας ποιναί, όταν το αντικείμενον αυτών (η αίρεσις) ου μόνον εξακολουθή να υπάρχει, αλλά και αισίως αύξεται και μεγενθύνεται και γαυριά; Και εάν δεν υπήρχον αφορισμοί κατά των παπικών διά τας υπ' αυτών αποτολμηθείσας αλλοιώσεις εν τη Πίστει, θα έδει ούτοι να εκφωνηθώσι σήμερον από κοινής των Ορθοδόξων Εκκλησιών ψήφου, υπεικουσών εις ρητάς και σαφείς των Ιερών Κανόνων επιταγάς. Πώς λοιπόν και διατί, υπάρχοντες, αίρωνται;
Παναγιώτατε,
Άδεται ότι ενεργείτε ως ενεργείτε, ίνα, προσεταιριζόμενος το πανίσχυρον κοσμικώς Βατικανόν, αντιτάξητε την εκ της συμμαχίας αυτού αίγλην και δύναμην προς τους τουρκικούς βρυχηθμούς και δυνηθήτε ούτω να στηρίξετε τον δεινώς απειλούμενον και κλονιζόμενον Θρόνον της πάλαι ποτέ βασιλευούσης. Εάν ταύτα έχωνται αληθείας, και πλανάσθε και ματαιοπονείτε. Έχομεν την συμμαχίαν του Θεού, Παναγιώτατε, ή ου; Εάν ναι, τότε «εις διώξεται χιλίους και δύο μετακινήσουσι μυριάδας», τότε καν κύματα διεγείρηται, καν πελάγη, καν τουρκικών θηρίων θυμός, αράχνης δι' ημάς έσονται ευτελέστερα, τότε «εξανθήσει και υλοχαρήσει και αγαλλιάσεται τα έρημα του Ιορδάνου» και «αλείται ως έλαφος χωλός, τρανή σε έσται γλώσσα μογιλάλων», τότε... ώ τότε, «γνώτε έθνη και ηττάσθε ότι μεθ' ημών ο Θεός»!... Εάν όχι, τότε προς τι «πεποίθαμεν επ' άρχοντας, επί υιούς ανθρώπων οις ουκ εστι σωτηρία»; Τότε, Παναγιώτατε, εφαρμόζονται πλέον εφ' ημών οι λόγοι του προφήτου: «Ουαί οι καταβαίνοντες εις Αίγυπτον επί βοήθειαν, οι εφ' ίπποις πεποιθότες και εφ' άρμασιν, έστι γαρ πολλά, και εφ' ίπποις πλήθος σφόδρα, και ουκ ήσαν πεποιθότες επί τον Άγιον του Ισραήλ και τον Κύριον ουκ εζήτησαν. Και αυτός σοφώς ήγεν επ' αυτούς κακά και ο λόγος αυτού ου μη αθετηθή και επαναστήσεται επ΄οίκους ανθρώπων πονηρών και επί την ελπίδαν αυτών την ματαίαν, Αιγύπτιον άνθρωπον και ου Θεόν, ίππων σάρκας και ουκ εστι βοήθεια. Ο δε Κύριος επάξει την χείραν αυτού επ' αυτούς και κοπιάσουσιν οι βοηθούντες και άμα πάντες απολούνται» (Ησ. Λα,1-3).
Παναγιώτατε,
Μυριάκις προτιμότερον να εκριζωθή ο ιστορικός της Κωνσταντινουπόλεως Θρόνος και να μεταφυτευθή εις έρημον τινα νησίδα του πελάγους, ακόμη δε και να καταποντισθή εις τα βάθη του Βοσπόρου, ή να επιχειρηθή έστω και η ελαχίστη παρέκκλισις από της χρυσής των πατέρων γραμμής, ομοφώνως βοώντων: «Ου χωρεί συγκατάβασις εις τα της Πίστεως». Αι επτά λυχνίαι της αποκαλύψεως, διά τας αμαρτίας ημών, εσβέσθησαν προ πολλού. Αι επτά Εκκλησίαι αποστολικαί, Εκκλησίαι σχούσαι την υψίστην τιμήν να λάβωσιν, ειδικώς αύται, γράμματα εξ ουρανού μέσω του θεοπνεύστου της Πάτμου Οραματιστού, εξέλιπον εκ της επιφανείας της Γης και εκεί, ένθα άλλοτε ετελείτο η φρικωδεστάτη Θυσία και ο Τριαδικός ανεμέλπετο Ύμνος, σήμερον ίσως κρώζουσι νυκτικόρακες ή «ορχούνται ονοκένταυροι». Και όμως η Νύμφη του Κυρίου δεν απέθανεν. Η Εκκλησία του Χριστού δεν εξηφανίσθη. Συνεχίζει, τετραυματισμένη και καθημαγμένη ως ο Ιδρυτής αυτής, αλλ' αείζωος και ακατάβλητος, την διά μέσου των αιώνων πορείαν αυτής, φωτίζουσα, θάλπουσα, ζωογονούσα, σώζουσα. Δεν θα αποθάνη λοιπόν αύτη και αν μετακινηθή και αν αποθάνη ο Οικουμενικός Θρόνος. Ουδείς Ορθόδοξος εύχεται την μετακίνησην ή τον θάνατον του Οικουμενικού Θρόνου. Μη γένοιτο! Αλλά και ουδείς θα θυσιάση χάριν αυτού ιώτα έν ή μία κεραίαν εκ της Ορθοδόξου Πίστεως. Αγωνίσασθε υπέρ αυτού πάση δυνάμει. Όχι απλώς έχετε δικαίωμα, αλλά οφείλετε να στηρίξητε αυτόν, το καθ' Υμάς. Θυσιάσατε χάριν αυτού οτιδήποτε: χρήματα, κτήματα, τιμάς, δόξας, πολύτιμα κειμήλια, Διακόνους, Πρεσβυτέρους, Επισκόπους, ακόμη και τον Πατριάρχη Αθηναγόραν! Έν μόνον κρατήσατε, έν φυλάξατε, ενός φείσασθε, έν μη θυσιάσητε: την Ορθόδοξον Πίστιν! Ο Οικουμενικός Θρόνος έχει αξίαν και χρησιμότητα μόνον και μόνον όταν εκπέμπη παντού απανταχού της γης το γλυκύ και ανέσπερον της Ορθοδοξίας Φως. Οι φάροι είναι χρήσιμοι εάν και εφόσον φωτίζωσι τους ναυτιλλομένους, ίνα αποφεύγωσι τους σκόπελους. Όταν το φως αυτών σβεσθή, τότε δεν είναι μόνον άχρηστοι αλλά και επιβλαβείς, διότι μεταβάλλονατι και αυτοί εις σκόπελους.
Παναγιώτατε,
Προυχωρήσατε ήδη πολύ. Οι πόδες Υμών ψαύουσι πλέον τα ρείθρα του Ρουβίκωνος. Η υπομονή χιλιάδων ευσεβών ψυχών, κληρικών και λαϊκών, συνεχώς εξαντλείται. Διά την αγάπην του Κυρίου οπισθοχωρήσατε! Μη θέλετε να δημιουργήσετε εν τη Εκκλησία σχίσματα και διαιρέσεις. Πειράσθε να ενώσητε τα διεστώτα και το μόνον όπερ κατορθώσητε, θα είναι να διασπάσητε τα ηνωμένα και να δημιουργήσητε ρήγματα εις εδάφη έως σήμερον στερεά και συμπαγή. Σύνετε και συνέλθετε! Αλλά φευ! Διηνύσατε πολύν οδόν. Ήδη «προς εσπέραν εστι και κέκλικεν η ημέρα...». Πως θα ίδητε τας χαινούσας αβύσσους, αφ' ων θα διέλθη μετ' όλίγον η ατραπός ήν οδεύετε; Είθε, είθε ο πάλαι ποτέ «στήσας τον ήλιον κατά Γαβαών και την σελήνην κατά φάραγγαν Αιλών», να δευτερώση το θαύμα και να παρατείνη άπαξ έτι το μήκος της ημέρας, να ενισχύση έτι πλέον το φώς αυτής και να διανοίξη τους οφθαλμούς Υμών, ίνα ίδητε, κατανοήσητε, επιστρέψητε. Αμήν.
Μετά βαθυτάτου σεβασμού.
Λοιπόν, π. Νικόδημε, ὅσοι, φοβούμενοι τὸν Οἰκουμενισμόν, προσχωροὖν εἰς τοὺς Παλαιοημερολογίτας, δὲν κερδαίνουν ἄλλο τί, εἰμή, φεύγοντες μίαν αἵρεσιν, προσχωροὖν εἰς μίαν ἄλλην. Βεβαίως, δὲν ἔχουσι συνείδησιν ὅτι προσχωροὖν εἰς αἵρεσιν, ἀλλὰ τοὖτο οὐδαμῶς μεταβάλλει τὰ πράγματα.
Ἄκουσον ἕνα διάλογον, τὸν ὅποιον εἶχον πρὸ καιροὖ μεθ' ἑνὸς ἐκλεκτοὖ νέου, προσχωρήσαντος εἰς τοὺς Παλαιοημερολογίτας:
—Διατί ἔφυγες ἐκ τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας;
—Ἴνα μὴ κοινωνῶ μετὰ τῶν αἱρετικῶν οἰκουμενιστῶν.
—Πάντες οἱ Ἐπίσκοποι της Ἑλλάδος εἶνε οἰκουμενισταί;
—Ὄχι, ὄχι! Ἄλλα κοινωνοὖν μετὰ τοὖ οἰκουμενιστοὖ Πατριάρχου. Δὲν θέλω λοιπὸν νὰ ἔχω κοινωνίαν μετὰ προσώπων κοινωνούντων τοῖς αἱρετικοῖς οἰκουμενισταῖς.
—Πιστεύεις ὅτι τὸ ἡμερολόγιον εἶνε Δόγμα Πίστεως καὶ ὅτι οἱ Νεοημερολογίται εὑρίσκονται ἐκτὸς Χάριτος καὶ χρήζουσιν, ὡς οἱ ἐξ αἱρετικῶν ἐπιστρέφοντες, ἀναμυρώσεως;
—Θεὸς φυλάξαι! Ἐγώ οὐδαμῶς πιστεύω αὐτᾶς τὰς ἀνοησίας τῶν Παλαιοημερολογιτῶν. Ἐγώ προσεχώρησα εἰς αὐτοὺς μόνον καὶ μόνον ἴνα ἀποφύγω τὴν, ἔμμεσον ἔστω, κοινωνίαν μετὰ τῶν αἱρετικῶν οἰκουμενιστῶν.
—Ουδαμώς ὅμως ἀπέφυγες τὴν κοινωνίαν μετ' ἄλλης αἱρέσεως ! Ὃ ἰσχυρισμὸς τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, ὄτι η μεταβολὴ τοὖ ἡμερολoγίου ἐστέρησε τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Χάριτος, δὲν εἶνε ἁπλή ἀνοησία, ὡς ἐχαρακτηρίσθη ἀνωτέρω ὑπό σου. Εἶνε βαρύτατη βλασφημία καὶ αἵρεσις.
—Αλλ’ ἔγω δὲν πιστεύω αὐτὰ τὰ πράγματα.
—Κοινωνείς ὅμως μετ' ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι πιστεύουσι ταὖτα.
—Τι νὰ πράξω; ἀναγκάζομαι νὰ ἀνέχωμαι αὐτοὺς κατ' οἰκονομίαν.
—Και τότε διατὶ δὲν ἠνείχεσο, κατ' οἰκονομίαν ἔστω, τοὺς Ἐπισκόπους της Ἑλλάδος, οἵτινες ἐκοινώνουν μετὰ τοὖ Πατριάρχου;
—Εκείνος:........... .
—Έγώ: Βλέπεις εἰς ποίαν ἀντινομίαν ὡδηγήθης; Ἀναγνωρίζεις ὄτι οι -πλεῖστοι τῶν Ἐπισκόπων της Ἑλλάδος εἶνε Ὀρθόδοξοι. Ἀρνεῖσαι ὄμως τήν μετ' αὐτῶν κοινωνίαν, ἐπειδὴ οὗτοι κοινωνοὖν μετὰ τοὖ Πατριάρχου. Οὕτω δὲν δέχεσαι οὔτε ἔμμεσον καν κοινωνίαν μὲτ οἰκουμενιστων. Δέχεσαι ὅμως ἄμεσον, ἀμεσωτάτην κοινωνίαν μετὰ προσώπων κηρυσσόντων ἄλλου εἴδους αἵρεσιν. Ὅτι ἡ σωτηρία ἐξαρτᾶται ἐκ τῶν ἡμερολογίων!!! Ποῖον τὸ κέρδος σου;;;
Ἀλλά καὶ πάλιν, μὴ νομίσης ὄτι ἀπέφυγες τὴν ἔμμεσον κοινωνίαν μετὰ τῶν οἰκουμενιστῶν.
—Ἐκεῖνος: Πῶς συμβαίνει αὐτό;
—Ἐγώ: Ἀκουσον, ταλαίπωρον θύμα ἐπιτηδείων προπαγανδιστῶν: Οἱ Παλαιοημερολογίται κραυγάζουν μέχρι διαρρήξεως τῶν πνευμόνων, ὅτι καὶ μόνη ἡ συμπροσευχὴ ἠμῶν μετὰ τοὖ Πατριάρχου καὶ τῶν ἄλλων ὁμοφρόνων αὐτῶ καθιστὰ ἡμᾶς ὁμοίους πρὸς αὐτούς, ἔστω καὶ ἅν δὲν πιστεύομεν ὅσα κηρύττουσιν αὐτοί. Νὰ ἤσαν τουλάχιστον συνεπεῖς πρὸς τὴν θέσιν αὐτῶν ταύτην! Ἀλλά ποὺ συνέπεια!... Μετάβηθι, φίλτατε, εἰς τινα Ἡσυχαστήρια τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, ἰδιαιτέρως ἐν Λυκοβρύσει Ἀττικῆς, θὰ ἴδης αὐτοκίνητα ὁλόκληρα ἀποβιβάζοντα Νεοημερολογίτας, ἴνα ἐκκλησιασθοὖν ἐκεῖ ἐν ὥρα Λειτουργίας! (Ἔχω ἄκουσει ὅτι οἱ ἐκκλησιαζόμενοι κατὰ Κυριακὴν ἐκεῖ Νεοημερολογίται εἶνε πολὺ περισσότεροι τῶν Παλ/τῶν!). Τὸ Περιοδικὸ μάλιστα τοὖ ἐν λόγω Ἡσυχαστηρίου ποιεῖται κατὰ καιροὺς ἐκκλήσεις πρὸς τοὺς «προσκυνητᾶς», τοὺς ἐπιθυμοὖντας νὰ ἐκκλησιασθούν ἐν αὐτῶ, ὅπως προσέρχωνται σεμνῶς ἐνδεδυμένοι τόσον οἱ ἄνδρες ὅσον καὶ αἳ γυναῖκες καὶ τὰ παιδία. Δὲν λέγει νὰ μὴ προσέρχωνται κάν Νεοημερολογίται. Ὄχι! Τὸ μόνον, τὸ ὁποίον τονίζει καὶ εἰς τὸ ὅποιον ἀρκεῖται εἶνε ἡ ἀποφυγή της ἀπρεποὖς ἐνδυμασίας. Ὑπαρχούσης αὐτῆς, οὐδὲν ἄλλο ἐξετάζεται. Ὑπαρχούσης αὐτῆς, οἱ Νεοημερολογίται εἶνε λίαν εὐπρόσδεκτοι εἰς συνεκκλησιασμόν καὶ συμπροσευχήν. Γνωρίζω δὲ οὐκ ὀλίγας περιπτώσεις Παλαιοημερολογιτῶν Ἱερέων δεχομένων ἄνευ ὅρων εἰς τὰ Μυστήρια τῆς ἐξομολογήσεως, ἀκόμη δὲ καὶ τῆς Θ. Κοινωνίας, Νεοημερολογίτας. Ἔχομεν δηλαδὴ
προσφορὰν Μυστηρίων εἰς πρόσωπα, τὰ ὁποῖα εἰς ἄλλας στιγμάς χαρακτηρίζονται ὓπ' αὐτῶν τῶν ἡγετῶν τῶν Παλαιοημερολογιτῶν ὡς μακράν τῆς ἀληθείας καὶ τῆς σωτηρίας ὄντα, ἐπειδὴ εὑρίσκονται ἐν τὴ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία κοινωνεῖ μετὰ τοὖ Πατριάρχου. Δηλαδή, κυκεὼν καὶ τραγέλαφος!
Λοιπόν, ἀφοὖ οἱ ὁμόφρονες σοὶ συμπροσεύχωνται καὶ κοινωνοὖν μεθ' ἠμῶν τῶν συμπροσευχομένων καὶ κοινωνούντων μετὰ τοὖ Πατριάρχου, σὺ ἔχεις καὶ πάλιν ἔμμεσον κοινωνίαν μετὰ τοὖ Πατριάρχου! Τί ἐκέρδησας λοιπόν; Καὶ τὴν ἔμμεσον κοινωνίαν μετὰ τῶν οἰκουμενιστῶν δὲν ἀπέφυγες καὶ εἰς ἄμεσον κοινωνίαν μετὰ προσώπων κηρυσσόντων ἄλλου εἴδους αἵρεσιν ὠδηγήθης!...
Καὶ ἤδη σύντομοι τινες ἀπαντήσεις εἰς τὰ ἐρωτήματά σου:
1. Ὑπῆρξε μεγάλη «γκάφα» τοὖ Φιλάρετου ἡ ἀναγνώρισις τῶν ἐν Ἑλλάδι Παλαιοημερολογιτῶν. Μᾶλλον ἔπεσε θύμα κακῶν εἰσηγήσεων. Ἔφθασεν εἰς τὰς ἄκοάς μου πληροφορία τὶς ὅτι ἐκ τῶν ὑστέρων, γνωρίσας τοὺς ἐν Ἑλλάδι Παλαιοημερολογίτας, ἔχει μεταμεληθῆ δι’ ὅ,τι ἐπραξεν. Ὃ καιρὸς ὅμως θὰ δείξη. Πιστεύω ὅτι θὰ σημειωθοὖν ἐξελίξεις...
Δι’ ἐμέ πάντως, ὁ ὁποῖος πιστεύω ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος πᾶν ἄλλο ἡ αἱρετικὴ εἶνε, ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου τοὖ Φιλάρετου οὐ μόνον οὐδὲν κύρος ἔχει, ἄλλα καί, ὡς ἀποτελοὖσα ἀντικανονικωτάτην ἐπέμβασιν εἰς τὰ ἐσωτερικὰ ἄλλης ὁμοδόξου Ἐκκλησίας, δημιουργεῖ κανονικᾶς εὐθύνας διὰ τὴν εἰρημένην Σύνοδον.
2. Ἂν ὁ Φιλάρετος, ἐπίστευεν ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εἶχε πέσει εἰς αἵρεσιν, τότε ἠδύνατο νὰ παρέμβη ἐν αὐτή. Ὄφειλεν ὅμως ὄχι νὰ ἀναγνώριση τους Παλαιοημερολογίτας, οἱ ὁποίοι δὲν εἶνε μὲν οἰκουμενισταί, ἀλλά καὶ αὐτοὶ κηρύσσουν ἄλλου εἴδους αἵρεσιν, ὡς προείπον (ὅτι ἡ σωτηρία ἐξαρτᾶται ἐκ τῶν... Ἡμερολογίων καὶ τῶν ἑορτολογίων), ἄλλα νὰ χειροτόνηση ἐξ ἀρχῆς Ἱερεῖς (ἡ καὶ Ἐπισκόπους) διὰ τὸ πλήρωμα τῆς Ἑλλαδικῆς ἐκκλησίας. Οἱ ἐν λόγω Ἱερεῖς ἤδυναντο νὰ ἀκολουθοὖν τῷ παλαίω ἡμερολογίω, δὲν θὰ ἐκήρυσσον ὅμως τὸ ὡς ἄνω αἱρετικὸν φρόνημα, θὰ ἐδέχοντο δὲ εἰς κοινωνίαν καὶ πιστοὺς ἀκολουθοὖντας τῷ νέω ἡμερολογίω, ὡς ἀκριβῶς πράττει καὶ ὃ Φιλάρετος.
3. Ἡ παροὖσα κατάστασις (συμπροσευχαί, νεωτερισμοὶ κ.τ.τ ) δὲν δικαιολογεῖ τὸ «ὑπερόριον». Μόνον ἡ πτῶσις ἐκκλησίας τινὸς εἰς αἵρεσιν παρέχει δικαίωμα εἰς ὑπερορίους Ἐπισκόπους νὰ παρέμβουν.
4. Ἂν μία Σύνοδος Ὀρθόδοξος καταδικάση τινά, δὲν δύναται ἄλλης τοπικῆς Ἐκκλησίας Σύνοδος νὰ ἀθωώση αὐτόν. Ἂν δὲ συμβῆ τοὖτο, ἡ δευτέρα ἀπόφασις εἶνε ἄκυρος. Δηλαδή: Ἂν Κληρικὸς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καταδικασθῆ ὓπ' αὐτῆς καὶ προσφυγὴ εἰς ἄλλην Ἐκκλησίαν, π.χ. εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Σερβίας, καὶ ζητήση νὰ κριθῆ ὓπ' αὐτῆς, ἡ Ἐκκλησία τῆς Σερβίας θὰ ἀπορρίψη τὴν ἀξίωσιν αὐτοὖ, δηλοὖσα ὅτι αὔτη εἶνε τελείως ἀναρμόδιος, τῆς ἁρμοδιότητος ὑπαρχούσης εἰς μόνην τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος. Ἂν δὲ τυχὸν δεχθῆ τὸ αἴτημα ἡ Ἐκκλησία τῆς Σερβίας καὶ κρίνη αὐτὴ τὸν εἰρημένον Κληρικόν, ἡ ἀπόφασις αὐτῆς, ὡς παρὰ Κανόνας ἐκδοθεῖσα, εἶνε ἄκυρος παντή, δημιουργεῖ δὲ καὶ κανονικᾶς εὐθύνας.
Ἂν τὰ παραπτώματα τοὖ Κληρικοὖ αὐτοὖ δὲν εἶνε κωλυτικᾶ τῆς ἱερωσύνης καὶ βραδύτερον μετανοήση δι’ αὐτά, τότε ἡ μόνη δυναμένη νὰ ἀποκαταστήση αὐτὸν εἶνε πάλιν ἡ ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Οὐδέποτε ἐπιτρέπεται ἐπέμβασις μίας Ὀρθοδόξου ἐκκλησίας εἰς τὰ ἐσωτερικὰ ἑτέρας.
Ἄλλως, ἐννοεῖται, ἔχει τὸ πράγμα ἅν μία Τοπικὴ Ὀρθόδοξος ἐκκλησία αἰτήσηται παρ' ἄλλης ἡ παρ' ἄλλων τὴν βοήθειαν αὐτῶν διὰ τὴν λύσιν ἑνὸς ἐσωτερικοὖ αὐτῆς ζητήματος. Σότε δὲν πρόκειται περὶ αὐθαιρέτου ἐπεμβάσεως, ἄλλα περὶ ἀδελφικῆς συμπαραστάσεως.
Μόνον Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ὡς ὑπέρτατη ἀρχή, δύναται νὰ παρέμβη εἰς τὰ ἐσωτερικὰ Τοπικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ νὰ ρυθμίση ταὖτα κατὰ τὴν κρίσιν αὐτῆς. Δύναται π.χ. κληρικὸς μίας Τοπικῆς Ἐκκλησίας (καὶ μάλιστα Προκαθήμενος αὐτῆς), φρονῶν ὅτι κατεδικάσθη ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας αὐτοὖ ὅλως ἀδίκως καὶ παρὰ τοὺς Κανόνας, νὰ καταφύγη δι’ ἐκκλήσεως πρὸς τὰς ἄλλας Τοπικᾶς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας καί, διεκτραγωδῶν τὴν ἄδικον περιπέτειαν αὐτοὖ, νὰ ζητήση ἀπόδοσιν δικαιοσύνης. Ἂν αἱ ἄλλαι Ἐκκλησίαι εὕρωσι βάσιμα τὰ παράπονα αὐτοὖ, δύνανται νὰ φθάσουν μέχρι συγκλήσεως Μεγάλης Συνόδου, τῆς ὁποίας ἡ ἀπόφασις θὰ εἶνε ὑποχρεωτικὴ δι’ ἅπαντας. Μονομερὴς παρέμβασις μίας Τοπικῆς Ἐκκλησίας εἰς τὰ ἐσωτερικὰ ἄλλης εἶνε ἀπαράδεκτος. Ταὖτα πάντα, ἐννοεῖται, προκειμένου περὶ Τοπικῶν ἐκκλησιῶν Ὀρθοδόξων καὶ οὐχὶ αἱρετικῶν.
5. Ἡ λέξις «ἄκυρον», προκειμένου περὶ Μυστηρίων, ἄλλοτε μὲν χαρακτηρίζει τὰ τελείως ἀνυπόστατα (ἤτοι ἀνύπαρκτα) Μυστήρια καὶ ἄλλοτε τὰ ὑποστατὰ μέν, ἀλλ’ ἀντικανονικῶς τελεσθέντα. Ἐξαρτᾶται ἐκ τῆς ἐννοίας, τὴν ἀποίαν ἑκάστοτε δίδομεν εἰς τὴν λέξιν «ἄκυρον».
6. «Ζηλωτὴς» ἐπιστρέφων δύναται ἐπιεικῶς νὰ γένηται δεκτὸς καὶ δι’ ἁπλῆς Ἐξομολογήσεως ἐνώπιόν του Πνευματικοὖ. Ἂν εἶνε Κληρικός, θὰ ζητήση παρὰ τοὖ Ἐπισκόπου τὴν ἀποκατάστασιν αὐτοὖ διὰ τῆς κανονικῆς διαδικασίας. Ἡ μεταβολὴ Παρατάξεων «κάθε τόσο» δεικνύει προφανῶς ἀστάθειαν. Ἀτυχῶς δὲ τοὖτο εἶνε σύνηθες εἰς τοὺς Παλαιοημερολογίτας.
7. Ἀναμφιβόλως δὲν δύναται τὶς «νὰ εἶνε καὶ μὲ τοὺς μὲν καὶ μὲ τοὺς δέ». Ἄλλο ζήτημα, ἄν, οἰκονομία χρώμενος, ἀνέχεται τους δέ, ἐλπίζων νὰ σύρη τελικῶς αὐτοὺς εἰς τὴν εὔθειαν ὁδόν.
8. Ἂν τὶς εἶνε λίαν ἁπλοὺς ὥστε νὰ μὴ ἀντιλαμβάνηται πράγματα τινὰ καὶ δὲν ἐμμένη εἰς τὰς ἐσφαλμένας θέσεις αὐτοὖ ἐξ οἰήσεως, πείσματος κ.τ.τ., ἀλλ’ ἐξ
ἁπλότητος, εἶνε δυνατὸν νὰ ἔχη Χάριν Κυρίου πλουσίαν. Τὰ κρίματα τοὖ Θεοὖ εἶνε ἀνεξερεύνητα.
Ὑπῆρξαν καὶ περιπτώσεις, κατὰ τὰς ὁποίας σοφοὶ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας περιέπεσαν εἰς πλάνας. Ὁ εἰς καρδίαν ὅμως καὶ ὄχι εἰς πρόσωπον βλέπων Θεὸς δὲν ἔκρινεν αὐτοὺς ἀναξίους της εὐνοίας Αὐτοὖ. Ὁ μέγας Γρηγόριος, ὁ τῆς Νύσσης Ἐπίσκοπος, δὲν ἦτο ἀπηλλαγμένος δογματικῶν πλανῶν. Καὶ ὅμως εἶνε ἅγιος καὶ Πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπίσης καὶ ὁ θεῖος Διονύσιος Ἀλεξανδρείας, θεολόγων περὶ Υἱοὖ, δὲν ἐξεφράσθη μετὰ δογματικῆς ἀκριβολογίας, δι’ ὃ καὶ ἔδωκεν, ἀθελήτως, πολλὰ ἐπιχειρήματα εἰς τοὺς ἀρειανούς, οἱ ὅποιοι καὶ ἐπεκαλοὖντο αὐτόν. Τούτου ἕνεκεν ἠναγκάσθη ὁ Μ. Ἀθανάσιος νὰ γράψη ὁλόκληρον πραγματείαν περὶ τοὖ Ἁγίου Διονυσίου, ἴνα δικαιολογήση τὰς δογματικῶς ἀστόχους ἐκφράσεις αὐτοὖ.
9. Ἀγαθᾶς σχέσεις μετὰ «ζηλωτῶν» δυνάμεθα νὰ ἔχωμεν. Μυστήρια ὅμως ἐξ αὐτῶν δὲν εἶνε ἐπιτετραμμένον νὰ λαμβάνωμεν. Ἂν ἔχουν οὗτοι, ὡς γράφεις, κοινωνίαν μετὰ τῆς ἐκκλησίας ἠμῶν, τότε μεταβάλλεται ἡ κατάστασις. Ὑπάρχουν ὅμως «ζηλωταὶ» κοινωνοὖντες μετὰ τῆς ἡμετέρας ἐκκλησίας;
10. Ἀτυχῶς δὲν εἶνε εὔκολος ἡ ἐπαναφορὰ τοὖ παλαιοὖ ἡμερολογίου ἐν τὴ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Ἴσως δὲν εἶνε καν δυνατή. Ἄλλα καὶ ἅν ἦτο, μὴ φαντασθῆς ποτε ὅτι οἱ Παλαιοημερολογὶται θὰ ὑπετάσσοντο πάντες πλέον εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Οἱ πλεῖστοι ἐκ τῶν Παλαιοημερολογιτῶν Κληρικῶν ἐπιθυμοὖν ἀσυδοσίαν καὶ οὐδέποτε θὰ ἔστεργον νὰ τεθῶσιν ὑπὸ ζυγὸν καὶ ὑπὸ ἔλεγχον. Θὰ εὕρισκον χίλια ἑπτὰ «ἐπιχειρήματα» ἴνα δικαιολογήσουν τὴν ἐμμονὴν αὐτῶν εἰς τὴν ἀνταρσίαν. (Θὰ ἔλεγον π. χ. ὅτι εἶνε Μασῶνοι οἱ Ἐπίσκοποι καὶ τὰ τοιαὖτα. ) Γνωρίζω καλῶς πολλοὺς Κληρικοὺς τῶν Παλαιοημερολογιτῶν... Ἡγέτης τὶς τῶν Παλαιοημερολογιτῶν ἔλεγε μοὶ πρὸ ἐτῶν: «Δὲν τολμῶ νὰ βάλω οὔτε δέκα ἥμερες ἀργία σὲ κληρικό μου. Θὰ πᾶνε στοὺς ἄλλους, μοὖ λέγουν» (δηλαδὴ εἰς τὴν ἄλλην Παράταξιν). Ἐξ αὐτοὖ ἀντιλαμβάνεσαι ποία διάθεσις κανονικῆς πειθαρχίας ὑπάρχει εἰς τοὺς Κληρικοὺς τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, πλὴν τινων ἐξαιρέσεων...
11. Αἱ θέσεις τῆς «Ἐπιστολιμαίας Διατριβῆς» ἰσχύουν ἒφ' ὅσον ἡ Ἐκκλησία ἠμῶν εἶνε Ὀρθόδοξος καὶ ὄχι αἱρετική. Τὸ νὰ «ὑγιαίνη» ἔχει πολλὴν εὐρύτητα. Ἀπόλυτον ὑγείαν (κανονικήν, διοικητικήν, ἤθικην κ.λ.π. ) δὲν δυνάμεθα νὰ ζητῶμεν παρὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοὖ αὐτὴ σύγκειται ἐξ ἀτελῶν καὶ ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων. εὔκταιον θὰ ἦτο νὰ ὑγιαίνη ἐν παντί. Ἀλλ’ εἶνε τοὖτο δυνατόν; Ἄρκει λοιπὸν νὰ εἶνε ἐκκλησία Ὀρθόδοξος καὶ οὐχὶ αἱρετική. Ἔγω δὲ πολὺ ἀπέχω ἀπὸ τοὖ νὰ χαρακτηρίσω τὴν Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὡς... Αἱρετικήν!!! Ἂν ἄλλοι εἶνε εὔκολοι εἰς τὴν ἀνάληψιν τοιούτων τρομακτικῶν εὔθυνων (νὰ χαρακτηρίζωσι δηλαδὴ ὡς αἱρετικὴν μίαν Ὀρθόδοξον Τοπικὴν Ἐκκλησία), ἅς προχωρήσωσι...
12-13. Οἱ Ὀρθόδοξοι ἀναμφιβόλως δὲν πρέπει νὰ συμπροσεύχωνται ἡ ἄλλως πὼς νὰ ἔχουν θρησκευτικὴν κοινωνίαν μετὰ τῶν αἱρετικῶν (Παπικῶν, Διαμαρτυρομένων κ.λπ. ). (Τὸ αὐτὸ ἰσχύει καὶ προκειμένου περὶ σχισματικῶν). Ἂν τὶς ὅμως συμπροσεύχηται (ἡ ἄλλως πὼς κοινωνῆ) μεθ' αἱρετικῶν, εἶνε μὲν παραβάτης τῶν ἱερῶν Κανόνων καὶ ἄξιος ἐκκλησιαστικῶν ποινῶν, δὲν εἶνε ὅμως αὐτομάτως καὶ αἱρετικός. Ἐνδέχεται νὰ πιστεύη Ὀρθοδόξως, νὰ ἀποδοκιμάζη πάσαν ἐτεροδιδασκαλίαν, ἄλλα νὰ μὴ θεωρῆ κακὸν τὰς μεθ' ἑτεροδόξων θρησκευτικᾶς ἐπαφᾶς. Ὃ τοιοὖτος εἶνε, ἐπαναλαμβάνω, δεινὸς παραβάτης τῶν ἱερῶν Κανόνων, ἄλλα δὲν εἶνε αἱρετικός.
Ἂν ὅμως δὲν ἄρκηται εἰς τοὖτο, ἄλλα καὶ κηρύσση αἱρετικὰ φρονήματα, τότε ἔχει ἄλλως τὸ πράγμα. Τότε εἶνε αἱρετικός. Αἱρετικὸς δὲ εἶνε, ἒφ' ὅσον κηρύσσει αἱρετικὰ φρονήματα, ἔστω καὶ ἅν δὲν ἔχη οὐδεμίαν κοινωνίαν μετ' ἄλλων αἱρετικῶν.
Ἀλλ’ οἱ αἱρετικοὶ εἶνε δύο εἰδῶν: Ἐκεῖνοι, τοὺς ὁποίους ἡ ἐκκλησία ἐδίκασε καὶ κατεδίκασε καὶ ἀπέκοψε ἐκ τοὖ Σώματος αὐτῆς, καὶ ἐκεῖνοι, οἱ ὅποιοι οὔτε κατεδικάσθησαν ἀκόμη ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας οὔτε ἐξῆλθον αὐτοβούλως ἐξ αὐτῆς, ἄλλα διατελοὖν ἀκόμη ἐντός της ἐκκλησίας. Μία τοιαύτη περίπτωσις εἶνε ἡ περίπτωσις τοὖ Πατριάρχου. Ὃ Πατριάρχης Ἄθηναγορας ἔχει κηρύξει αἱρετικὰ φρονήματα. Οὔτε κατεδικάσθη ὅμως εἰσέτι ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας οὔτε ἀπεκήρυξεν αὐτὸς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ ἐξῆλθεν ἐξ αὐτῆς. Παραμένει καὶ ἐνεργεῖ ἐντός της ἐκκλησίας. Συνεπῶς εἶνε ἀκόμη ἀγωγὸς Χάριτος. Τελεῖ Μυστήρια. Ἠμεῖς τί δυνάμεθα νὰ πράξωμεν;
α') Νὰ προσευχώμεθα ὑπὲρ ἀνανήψεως καὶ μετανοίας αὐτοὖ.
β') Νὰ διαμαρτυρώμεθα κατ' αὐτοὖ καὶ νὰ ἀγωνιζώμεθα. Ἂν δὲ ἡ συνείδησις τινος δὲν ἀνέχηται νὰ μνημονεύη τοὖ ὀνόματος αὐτοὖ, ἔχει τὸ δικαίωμα, προβαίνων ἔτι περαιτέρω, νὰ παύση τὸ μνημόσυνον αὐτοὖ, συμφώνως τῷ ΙΕ’ Κανόνι τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Τοὖτο ὅμως εἶνε το ἔσχατον βῆμα, εἰς τὸ ὁποῖον δύναται νὰ προχώρηση, ἅν θέλη νὰ μὴ εὑρεθῆ εἰς σχίσματα καὶ εἰς ἀνταρσίας. Παύων δηλαδὴ τὸ μνημόσυνον, δὲν θὰ μνημονεύη ἑτέρου Ἐπισκόπου (ἐκτὸς ἅν πιστεύη ὅτι ὅλη ἡ ἐκκλησία ἠμῶν ἐπεσεν εἰς αἵρεση!), ἄλλα θὰ ἀναμένη, ὡς προέγραψα, ἐν τὴ «Ἐπιστολιμαία Διατριβή» μου, μετ' ἠρέμου συνειδήσεως τὴν κρίσιν Συνόδου.
Ἕτερον πρόβλημα: Οἱ παύοντες τὸ μνημόσυνον πῶς θὰ φέρωνται πρὸς τοὺς κοινωνοὖντας μετὰ τοὖ Πατριάρχου; Οἱ κοινωνοὖντες μετὰ τοὖ Πατριάρχου εἶνε δύο κατηγοριῶν: α') Οἱ ὁμόφρονες αὐτῶ (ὡς ὃ Ἀμερικῆς Ἰάκωβος, ὃ Χαλκηδόνος Μελίτων κ.λ.π. ) καὶ β') οἱ μὴ συμφωνοὖντες αὐτῶ (ὡς πάντες σχεδὸν οἱ Ἀρχιερεῖς τῆς ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος). Ἔναντι τῶν πρώτων θὰ φέρωνται ὅπως καὶ ἔναντί του Πατριάρχου. Ἔναντι ὅμως τῶν δευτέρων, ἔστω καὶ ἅν οὗτοι κοινωνοὖν μετὰ τοὖ Πατριάρχου ἡ τῶν ἄλλων, δὲν δύνανται νὰ φέρωνται ὁμοίως. Δὲν δύνανται δηλαδὴ νὰ φθάσουν μέχρι παύσεως τοὖ μνημόσυνου αὐτῶν. Δὲν ἐπιτρέπεται, κατὰ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνας, ἀποφυγή τῆς μετ' αὐτῶν κοινωνίας. Οἱ Ἱεροὶ Κανόνες παρέχουν δικαίωμα παύσεως μνημοσύνου τοὖ αἱρετικᾶς διδασκαλίας κηρύσσοντος Ἐπισκόπου ἡ Πατριάρχου. Δὲν παρέχουν ὅμως δικαίωμα παύσεως μνημοσύνου καὶ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι, Ὀρθόδοξοι ὄντες, ἀνέχονται αὐτόν.
Μεγάλη προσοχὴ εἰς τὸ σημεῖον τοὖτο! Ὀφείλομεν νὰ διακρίνωμεν μεταξὺ τῶν δύο καταστάσεων: Ἄλλο ὁ κηρύσσων αἱρετικὰ φρονήματα καὶ ἄλλο ὃ Ὀρθοδόξως φρονῶν καὶ διδάσκων, ἀλλὰ, κατ' οἰκονομίαν, ἀνεχόμενος τὸν πρῶτον καὶ κοινωνῶν μετ' αὐτοὖ.
Ἐπίσης: Ἄλλο ὃ κηρύσσων μὲν αἱρετικὰ φρονήματα, ἀλλὰ μὴ ἐξελθῶν ἐκ τῆς Ἐκκλησίας, μηδὲ ἀποκοπεῖς ὓπ' αὐτῆς, καὶ ἄλλο ὁ ἐξελθῶν αὐτοβούλως ἐκ τῆς Ἐκκλησίας (καὶ ἱδρύσας ἰδίαν «Ἐκκλησίαν» ἡ προσχωρήσας εἰς ἑτέραν τοιαύτην, αἱρετικὴν ἡ σχισματικήν), ἡ ἀποκοπεῖς ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας, κατόπιν δίκης καὶ καταδίκης. Μετὰ τοὖ δευτέρου πᾶς Ὀρθόδοξος ὀφείλει νὰ μὴ ἔχη οὐδεμίαν κοινωνίαν. Ἡ μετὰ τοὖ πρώτου ὅμως κοινωνία (μέχρι τῆς καταδίκης αὐτοὖ) ἀφίεται ὑπὸ τῶν ἱερῶν Κανόνων εἰς τὴν ἐλευθέραν κρίσιν ἑκάστου Ὀρθοδόξου πιστοὖ.
Ἔχομεν δηλαδὴ δικαίωμα, παρεχόμενον ὑπὸ τῶν Ἱερῶν Κανόνων, νὰ παύσωμεν τὸ μνημόσυνον αὐτοὖ, δὲν εἴμεθα ὅμως ὑποχρεωμένοι νὰ πράξωμεν οὕτω. Κατ' ἀκολουθίαν, ἅν τίς, χρησιμοποιῶν τὸ δικαίωμα αὐτοὖ, παύση τὸ μνημόσυνον, καλῶς ποιεῖ καὶ δὲν πρέπει νὰ ἐλέγχηται ὑπὸ τῶν ἄλλων. Ἂν ἕτερος, σταθμίζων διαφόρους παράγοντας, κρίνη ὅτι δὲν πρέπει νὰ χρησιμοποιήση τὸ κανονικὸν δικαίωμα αὐτοὖ, ἄλλα νὰ ἀναμένη τὴν «Συνοδικὴν διάγνωσιν», δὲν εἶνε ἀξιόμεμπτος, οὔτε, πολλῶ μᾶλλον, ἄξιος ἀκοινωνησίας! Ἐν τῷ σημείω τούτω δύναται τὶς νὰ ἐφαρμόση, προσηρμοσμένους πῶς, τοὺς λόγους τοὖ Παύλου: «Ὁ μνημονεύων τὸν μὴ μνημονεύοντα μὴ ἐξουθενείτω καὶ «ὁ μὴ μνημονεύων τὸν μνημονεύοντα μὴ κρινέτω» (βλέπε Ρωμαίους Ἰδ' 3).Τότε, θὰ εἴπης, ποῖον τὸ κέρδος ἠμῶν ἐκ τῆς ἀποφυγῆς του μνημοσύνου τοὖ Πατριάρχου, ἀφοὖ θὰ ἔχωμεν κοινωνίαν μετὰ τοὖ Ἐπισκόπου Δρυϊνουπόλεως π. χ. , ὁ ὁποῖος μνημονεύει τοὖ Πατριάρχου; Δὲν μολυνόμεθα οὕτω, κοινωνοὖντες ἐμμέσως τῷ κηρύσσοντι αἱρετικὰ φρονήματα;
Ἀλλ’ ἡ διακοπὴ τοὖ μνημοσύνου, «πρὸ Συνοδικῆς διαγνώσεως» καὶ καταδίκης, δὲν ἔχει τὴν ἔννοιαν ἀποφυγῆς μολυσμοὺ ἐκ τῆς κηρυττομένης αἱρέσεως! Ὄχι, ἀδελφέ μου! Ἂν εἶχεν αὐτὴν τὴν ἔννοιαν, τότε οἱ Κανόνες δὲν θὰ παρεῖχον ἁπλῶς δικαίωμα παύσεως μνημόσυνου δι’ αἵρεσιν «πρὸ Συνοδικῆς διαγνώσεως», ἀλλά θὰ ἐθέσπιζον ρητὴν καὶ σαφῆ ὑποχρέωσιν μετ' ἀπειλῆς βαρυτάτων ποινῶν ἐν ἐναντία περιπτώσει.
Ἡ διακοπὴ μνημόσυνου δι’ αἵρεσιν «πρὸ Συνοδικῆς διαγνώσεως» ἔχει ἄλλην ἔννοιαν. Ἀποτελεῖ ἔντονον, ἄλλα καὶ ἐσχάτην διαμαρτυρίαν τῆς Ὀρθοδόξου συνειδήσεως, παρέχει μίαν διέξοδον διὰ τοὺς σκανδαλιζομένους, ἅμα δὲ καὶ σκοπεῖ εἰς τὴν δημιουργίαν ἀναταραχῆς, ὥστε ἡ ἐκκλησία νὰ ἐπισπεύση τὴν ἐκκαθάρισιν τῆς καταστάσεως.
Δὲν ὑπάρχει κίνδυνος νά... μολυνθῶμεν, οὔτε μνημονεύοντες τοὖ Πατριάρχου (ἐφ' ὅσον ἀκόμη δὲν κατεδικάσθη), οὔτε, πολλῶ μᾶλλον, δεχόμενοι εἰς κοινωνίαν τοὺς μνημονεύοντας αὐτοὖ. Τὰ ἀντιθέτως λεγόμενα εἶνε ἀνόητοι «ζηλωτισμοί».
Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων δὲν ἐμολύνθη καίτοι ἔλαβε χειροτονίαν ἐπισκοπικὴν παρὰ τοὖ Μητροπολίτου Καισαρείας Ἀκακίου, ὁ ὁποῖος ἦτο μὲν δεδηλωμένος ἀρειανὸς (καὶ μάλιστα ἀρχηγὸς μίας μερίδος τῶν ἀρειανῶν), ἀλλ’ ἀκόμη διετέλει καὶ ἐνήργει ἐντός της Ἐκκλησίας. Ὁ ἅγιος ἀνατόλιος ἐχειροτονήθη καὶ αὐτὸς ἐπίσκοπος (καὶ μάλιστα Πατριάρχης Κῶν/πόλεως) παρὰ τοὖ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Διοσκόρου, ὁ ὁποῖος ἦτο μὲν μονοφυσίτης καὶ μέγας προστάτης τοὖ αἱρεσιάρχου Εὐτυχοὖς, ἀλλὰ δὲν εἶχεν ἀκόμη καταδικασθῆ ὑπὸ τῆς Δ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἂν λοιπὸν δὲν μολύνη οὕδ' αὔτη ἡ χειροτονία παρ' Ἐπισκόπων, κηρυσσόντων μὲν αἱρετικὰ φρονήματα, ἀλλὰ μήπω Συνοδικῶς καταδικασθέντων, παραμενόντων δ' ἀκόμη ἐντός της Ἐκκλησίας, πολλῶ μᾶλλον δὲν μολύνει τὸ μνημόσυνον αὐτῶν καὶ ἀκόμη περισσότερον δὲν μολύνει ἡ κοινωνία μετὰ προσώπων ἀνεχομένων οἰκονομικῶς αὐτοὺς καὶ διατηρούντων τὸ μνημόσυνον αὐτῶν.
Οἱ Παλαιοημερολογίται, «μὴ νοοὖντες μήτε ἃ λέγουσι μήτε περὶ τίνων διαβεβαιοὖνται», ἰσχυρίζονται τὰ ὅλως ἀντίθετα (Ὅρα καὶ βιβλίον Θεοδωρήτου Μαύρου). Ἀλλὰ τότε καὶ αὐτοὶ οἱ ταλαίπωροι εἶνε μεμολυσμένοι. Διατί; Διότι, ὡς προεῖπον, καὶ αὐτοί, παρὰ τὰς θεωρητικᾶς διακηρύξεις αὐτῶν, ἢ μᾶλλον, ἐν κραυγαλέα καὶ τραγικὴ ἀντιθέσει πρὸς αὐτᾶς, δέχονται ἐν τὴ πράξει εἰς κοινωνίαν (συμπροσευχὴν καὶ παροχὴν Μυστηρίων) πρόσωπα ἀνήκοντα εἰς τὴν ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος, ἤτις ἔχει κοινωνίαν μετὰ τοὖ Πατριάρχου! Ὁπότε;;;
Ἂν ἤθελον νὰ εἶνε συνεπεῖς, ἔπρεπε νὰ μὴ δέχωνται οὔτε ἐν μέλος τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας νὰ ἐκκλησιασθῆ (ἥ, πολλῶ μᾶλλον, νὰ ἐξομολογηθῆ ἢ νὰ κοινωνήση) παρ' αὐτοὶς, ἅν προηγουμένως δὲν ἐδήλου τοὖτο ὅτι ἀποχωρεῖ ἐκ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ προσχωρεῖ ἐν μετάνοια εἰς αὐτούς. Αὐτοὶ ὅμως, ἀδεῶς καὶ ἀδιστάκτως, συνεκκλησιάζονται, συμπροσεύχονται καὶ συμμετέχουν Μυστηρίων μετὰ πλήθους Νεοημερολογιτῶν ἐν τοῖς Παλαιοημερολογιτικοῖς Ναοῖς καὶ μάλιστα τοῖς τοιούτοις ἐνίων Ἡσυχαστηρίων.
Εἶνε αὐτὰ πράγματα ἠθικῆς συνεπείας; Εἶνε πράγματα ἠθικῶς ἐπιτετραμμένα; Εἶνε πράγματα κανονικῶς δεκτά; Εἶνε, ἐπὶ τέλους, πράγματα τίμια; θὰ εἰποὖν ἴσως, ὅτι πράττουν τοὖτο κατ' οἰκονομίαν. Ἄλλα τότε διατὶ νὰ δημιουργῶμεν σχίσματα καὶ διαιρέσεις καὶ κατατμήσεις καὶ πληγᾶς εἰς τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας; Ἂν πρόκειται, μεταβαίνων τὶς εἰς τοὺς Παλαιοημερολογίτας, νὰ συμπροσεύχηται καὶ πάλιν μετὰ τῶν κοινωνούντων τῷ Πατριάρχη, διατὶ νὰ μὴ μείνη ἐν τὴ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἀνεχόμενος, κατ' οἰκονομίαν, καὶ τὸν Πατριάρχην καὶ τοὺς ὁμόφρονας αὐτῶ; Οὕτω μάλιστα θὰ ἀνέχηται οἰκονομικῶς μίαν αἵρεσιν: Τὸν οἰκουμενισμόν. Ἐνῶ, μεταβαίνων εἰς τοὺς Παλαιοημερολογίτας, θὰ ἀνέχηται δύο. Τὸν οἰκουμενισμὸν (ἒφ' ὅσον οἱ Παλαιοημερολογὶται συμπροσεύχονται μετὰ Νεοημερολογιτῶν, κοινωνούντων τῷ οἰκουμενιστὴ Πατριάρχη,) καὶ τὸν Ἑλληνικὸν Παλαιοημερολογιτισμόν, κηρύσσοντα τὴν αἵρεσιν ὅτι τὰ ἡμερολόγια καὶ τὰ ἑορτολόγια εἶνε ὄροι σωτηρίας!...
Λέγω «Ἑλληνικὸν Παλαιοημερολογιτισμόν», διότι δὲν προτίθεμαι νὰ καταδικάσω αὐτὸ τοὖτο τὸ παλαιὸν ἡμερολόγιον, ὅπερ ἀκολουθοὖν τόσαι Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι, ἀλλά τὰς αἱρετικάς ὑπερβολάς εἰς τὰς ὁποίας ἀφρόνως κατήντησαν οἱ Ἕλληνες Παλαιοημερολογὶται. Δι’ αὐτὸ δέ, πλὴν ἄλλων λόγων, φοβοὖμαι καὶ τρέμω διὰ τὰς ἀνταρσίας καὶ τὰ σχίσματα. Ὁ κλῆρος τῶν περισσοτέρων αὐτὸς εἶνε: Τελικῶς καταντοὖν εἰς ὑποστήριξιν θέσεων αὐτόχρημα αἱρετικῶν!Ταὖτα, πολυφίλητε π. Νικόδημε, εἶχον γράψαι σοὶ τὲ καὶ τὴ ἱερὰ καὶ θεοφιλεῖ Συνοδεία σου. Ἔγραψα δ' ἐκ πολλῆς θλίψεως καὶ συνοχῆς καρδίας» (Β΄ Κορινθίους Β΄ 4). Ἡ ὅλη κατάστασις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶνε σήμερον λίαν θλιβερά. Ἴσως τελικῶς δὲν θὰ ἀποτραποὖν μεγάλαι περιπέτειαι.
Πρόσχωμεν! Ἐν ταπεινώσει, ἐν προσευχή, ἐν νηστεία, ἐν κατανύξει, ζητήσωμεν παρὰ τοὖ Κυρίου φωτισμὸν πῶς δεῖ ἠμᾶς περιπατῆσαι ἐν τοῖς ἐπερχομένοις. Διπλοὺς ὁ κίνδυνος τῆς Ἐκκλησίας: Ἔνθεν ὁ σατανοκίνητος Οἰκουμενισμὸς καὶ ἐκεῖθεν ὁ ψυχώλεθρος φανατισμός, ὁ ὀδηγῶν τελικῶς εἰς φρικαλέας βλασφημίας καὶ αἱρέσεις καὶ ἐπισκοτίζων τὴν ἀλήθειαν. Υοβηθῶμεν ἀμφότερα καὶ ἀμφότερα φύγωμεν. Οὐκ ἐκκλινοὖμεν οὔτε δεξιὰ οὔτε ἀριστερά. Μέση καὶ βασιλικὴ ὀδῶ πορευσόμεθα. Αὔτη δ' ἐστίν ἡ τῆς ἀκηράτου Ὀρθοδοξίας ὁδός, ἤτις καὶ ἀκριβείας φύλαξιν οἶδε καὶ οἰκονομίας ἐπίδειξιν οὐκ ἀγνοεῖ. Χαῖρε, ἀδελφέ. Καὶ πάλιν ἐρῶ, χαῖρε! Χαῖρε, ἐν μέσω πάσης θλίψεως καὶ πάσης ὀδύνης. Ἰησοὖς γὰρ «παρεδόθη διὰ τὰς ἁμαρτίας ἠμῶν καὶ ἠγέρθη διὰ τὴν δικαίωσιν ἠμῶν» (Ρωμαίους Δ' 25).
Δεήθητε δὲ πάντες ἐκτενῶς καὶ ὑπὲρ τῆς ἐμῆς ἀθλιότητος, ὅτι ἐν ποικίλω ἀγῶνί εἰμι. Ἐν παντὶ θλίβομαι. «Ἔξωθεν μάχαι, ἔσωθεν φόβοι» (Β΄ Κορινθίους Ζ’ 5. Ἴδε ἑρμηνείαν Π. Τρεμπέλα).
Πρόθυμος πάντοτε διὰ πάσαν ἐξυπηρέτησιν καὶ ἐπικαλούμενος πάντων ὑμῶν τὰς εὐχάς, διατελῶ μετὰ βαθείας ἐν Χριστῷ Ἰησοὖ τῷ Κυρίω ἠμῶν ἀγάπης καὶ τιμῆς.
α’ μέρος
ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ Π. ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟ
Α.
Χρόνος συγγραφής: δεν αναφέρεται
Χρόνος δημοσίευσης: Δεκέμβριος 1965
Έντυπο δημοσίευσης: «Τρεις Ιεράρχαι»
Παραλήπτης: Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας
Τίτλος: Ανοιχτή Επιστολή προς Οικουμενικό
Πατριάρχη Αθηναγόρα
Σειρά επιστολής στο α’ μέρος του βιβλίου:
2
Αριθμοί σελίδων αποσπάσματος: 14-17
Περίληψη: Έγκληση μετ’ ευγενείας και
κοσμιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχη, σχετικά με υπερβολικές κινήσεις του έναντι
του παραμένοντος εκτός Εκκλησίας πάπα Ρώμης.
Από τινων ετών κατώδυνον το Πλήρωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, το συνειδητώς πιστεύον πλήρωμα, παρίσταται θεατής επικινδύνων προς την Πίστην ακροβασιών του Πρώτου της Ορθοδοξίας Επισκόπου. Ούτως, ίνα παραλίπωμεν άλλου είδους ακροβασίας, η προς τον Πάπαν και τον Παπισμόν συμπεριφορά Υμών και τινών Υμετέρων αντιπροσώπων, ρίπτει εις άφατον θλίψιν, αλλά και φοβεράν ψυχικήν δοκιμασίαν, τα αληθώς ορθοδοξούντα τέκνα της Εκκλησίας. Αλληλογραφείτε μετά του Πάπα εν πάση εκκλησιαστική τάξει, ως εάν έζωμεν εις τον Ε' μ.Χ. αιώνα. Υποβάλλεσθε εις τας ταλαιπωρίας μακρινών ταξιδίων προς συνάντησιν αυτού. Ανταλλάσσετε μετ' αυτού τρυφεράς περιπτύξεις και αδελφικούς ασπασμούς. Καλείτε αυτόν «Πρώτον Επίσκοπον της Χριστιανοσύνης» και υμάς Αυτόν δεύτερον. Διακηρύσσετε urbi et orbi ότι «ουδεμία διαφορά χωρίζει τας δύο Εκκλησίας». Συμπροσεύχεσθε μετ' αντιπροσώπων αυτού και φέρεσθε προς αυτούς σχεδόν όπως και προς τους Ορθοδόξους Επισκόπους. Αίρετε εκ μέσου αιωνοβίους αφορισμούς, οίτινες, έστω και αν επεβλήθεισαν υπό το κράτος των εντυπώσεων εκ στιγμιαίων γεγονότων πρωτοφανούς οξύτητας και ως αντίδρασις εις τα γεγονότα εκείνα, ουχ ήττον δε εξέφραζον ει μη το καθολικόν φρόνημα της αμωμήτου και θεοφόρου Ορθοδοξίας και δεν απετέλουν ει μη απλήν εφαρμογήν, καθυστερημένη μάλιστα, των διατάξεων του Κανονικού της Εκκλησίας Δικαίου, επιβαλλουσών την αποπομπήν εκ της θεοτεύκτου Μάνδρας των «ανιάτως και προς θάνατον νοσούντων» προβάτων, των αιρετικών δηλαδή και φθορέων της Πίστεως.
Παναγιώτατε,
Τι εκ των δύο συνέβη; Ο Πάπας προσεχώρησε εις την Ορθοδοξίαν ή Υμείς εις τον Παπισμόν; Εάν το πρώτον, αναγγείλατε τούτο, ίνα πάντες φαιδρώς πανηγυρίσωμεν μετ' αλλήλων και χορεύσωμεν. Εάν το δεύτερον, ομιλήσατε μετ' ειλικρινείας και ευθύτητος, ίνα βεβαιωθώμεν ότι, μετά της παλαιάς, απώλετο και η Νέα Ρώμη και κατεπόθη υπό της αιρέσεως. Εάν δε ουδέν εκ τούτων συνέβη, αλλά και Υμείς και ο Πάπας εμένετε εν τοις οικείοις έκαστος όροις, τότε πώς ερμηνεύονται αι προεκτεθείσαι ενέργειαι Υμών; Πώς είναι δυνατόν ο αιρετικός Πάπας να είναι ο Πρώτος Επίσκοπος της Χριστιανοσύνης και Υμείς ο δεύτερος; Πότε η Εκκλησία ημών συνηρίθμησεν ομού μετά των Ορθοδόξων Επισκόπων τους Επισκόπους των αιρετικών; Δογματικής και κανονικής ακριβείας γλώσσαν ομιλείτε ή ευελίκτου διπλωματικής υποκρισίας; Επίσκοπος είσθε ή διπλωμάτης; Πώς δ' ακόμη είναι δυνατόν να αίρωνται αι κανονικαί της Εκκλησίας ποιναί, όταν το αντικείμενον αυτών (η αίρεσις) ου μόνον εξακολουθή να υπάρχει, αλλά και αισίως αύξεται και μεγενθύνεται και γαυριά; Και εάν δεν υπήρχον αφορισμοί κατά των παπικών διά τας υπ' αυτών αποτολμηθείσας αλλοιώσεις εν τη Πίστει, θα έδει ούτοι να εκφωνηθώσι σήμερον από κοινής των Ορθοδόξων Εκκλησιών ψήφου, υπεικουσών εις ρητάς και σαφείς των Ιερών Κανόνων επιταγάς. Πώς λοιπόν και διατί, υπάρχοντες, αίρωνται;
Παναγιώτατε,
Άδεται ότι ενεργείτε ως ενεργείτε, ίνα, προσεταιριζόμενος το πανίσχυρον κοσμικώς Βατικανόν, αντιτάξητε την εκ της συμμαχίας αυτού αίγλην και δύναμην προς τους τουρκικούς βρυχηθμούς και δυνηθήτε ούτω να στηρίξετε τον δεινώς απειλούμενον και κλονιζόμενον Θρόνον της πάλαι ποτέ βασιλευούσης. Εάν ταύτα έχωνται αληθείας, και πλανάσθε και ματαιοπονείτε. Έχομεν την συμμαχίαν του Θεού, Παναγιώτατε, ή ου; Εάν ναι, τότε «εις διώξεται χιλίους και δύο μετακινήσουσι μυριάδας», τότε καν κύματα διεγείρηται, καν πελάγη, καν τουρκικών θηρίων θυμός, αράχνης δι' ημάς έσονται ευτελέστερα, τότε «εξανθήσει και υλοχαρήσει και αγαλλιάσεται τα έρημα του Ιορδάνου» και «αλείται ως έλαφος χωλός, τρανή σε έσται γλώσσα μογιλάλων», τότε... ώ τότε, «γνώτε έθνη και ηττάσθε ότι μεθ' ημών ο Θεός»!... Εάν όχι, τότε προς τι «πεποίθαμεν επ' άρχοντας, επί υιούς ανθρώπων οις ουκ εστι σωτηρία»; Τότε, Παναγιώτατε, εφαρμόζονται πλέον εφ' ημών οι λόγοι του προφήτου: «Ουαί οι καταβαίνοντες εις Αίγυπτον επί βοήθειαν, οι εφ' ίπποις πεποιθότες και εφ' άρμασιν, έστι γαρ πολλά, και εφ' ίπποις πλήθος σφόδρα, και ουκ ήσαν πεποιθότες επί τον Άγιον του Ισραήλ και τον Κύριον ουκ εζήτησαν. Και αυτός σοφώς ήγεν επ' αυτούς κακά και ο λόγος αυτού ου μη αθετηθή και επαναστήσεται επ΄οίκους ανθρώπων πονηρών και επί την ελπίδαν αυτών την ματαίαν, Αιγύπτιον άνθρωπον και ου Θεόν, ίππων σάρκας και ουκ εστι βοήθεια. Ο δε Κύριος επάξει την χείραν αυτού επ' αυτούς και κοπιάσουσιν οι βοηθούντες και άμα πάντες απολούνται» (Ησ. Λα,1-3).
Παναγιώτατε,
Μυριάκις προτιμότερον να εκριζωθή ο ιστορικός της Κωνσταντινουπόλεως Θρόνος και να μεταφυτευθή εις έρημον τινα νησίδα του πελάγους, ακόμη δε και να καταποντισθή εις τα βάθη του Βοσπόρου, ή να επιχειρηθή έστω και η ελαχίστη παρέκκλισις από της χρυσής των πατέρων γραμμής, ομοφώνως βοώντων: «Ου χωρεί συγκατάβασις εις τα της Πίστεως». Αι επτά λυχνίαι της αποκαλύψεως, διά τας αμαρτίας ημών, εσβέσθησαν προ πολλού. Αι επτά Εκκλησίαι αποστολικαί, Εκκλησίαι σχούσαι την υψίστην τιμήν να λάβωσιν, ειδικώς αύται, γράμματα εξ ουρανού μέσω του θεοπνεύστου της Πάτμου Οραματιστού, εξέλιπον εκ της επιφανείας της Γης και εκεί, ένθα άλλοτε ετελείτο η φρικωδεστάτη Θυσία και ο Τριαδικός ανεμέλπετο Ύμνος, σήμερον ίσως κρώζουσι νυκτικόρακες ή «ορχούνται ονοκένταυροι». Και όμως η Νύμφη του Κυρίου δεν απέθανεν. Η Εκκλησία του Χριστού δεν εξηφανίσθη. Συνεχίζει, τετραυματισμένη και καθημαγμένη ως ο Ιδρυτής αυτής, αλλ' αείζωος και ακατάβλητος, την διά μέσου των αιώνων πορείαν αυτής, φωτίζουσα, θάλπουσα, ζωογονούσα, σώζουσα. Δεν θα αποθάνη λοιπόν αύτη και αν μετακινηθή και αν αποθάνη ο Οικουμενικός Θρόνος. Ουδείς Ορθόδοξος εύχεται την μετακίνησην ή τον θάνατον του Οικουμενικού Θρόνου. Μη γένοιτο! Αλλά και ουδείς θα θυσιάση χάριν αυτού ιώτα έν ή μία κεραίαν εκ της Ορθοδόξου Πίστεως. Αγωνίσασθε υπέρ αυτού πάση δυνάμει. Όχι απλώς έχετε δικαίωμα, αλλά οφείλετε να στηρίξητε αυτόν, το καθ' Υμάς. Θυσιάσατε χάριν αυτού οτιδήποτε: χρήματα, κτήματα, τιμάς, δόξας, πολύτιμα κειμήλια, Διακόνους, Πρεσβυτέρους, Επισκόπους, ακόμη και τον Πατριάρχη Αθηναγόραν! Έν μόνον κρατήσατε, έν φυλάξατε, ενός φείσασθε, έν μη θυσιάσητε: την Ορθόδοξον Πίστιν! Ο Οικουμενικός Θρόνος έχει αξίαν και χρησιμότητα μόνον και μόνον όταν εκπέμπη παντού απανταχού της γης το γλυκύ και ανέσπερον της Ορθοδοξίας Φως. Οι φάροι είναι χρήσιμοι εάν και εφόσον φωτίζωσι τους ναυτιλλομένους, ίνα αποφεύγωσι τους σκόπελους. Όταν το φως αυτών σβεσθή, τότε δεν είναι μόνον άχρηστοι αλλά και επιβλαβείς, διότι μεταβάλλονατι και αυτοί εις σκόπελους.
Παναγιώτατε,
Προυχωρήσατε ήδη πολύ. Οι πόδες Υμών ψαύουσι πλέον τα ρείθρα του Ρουβίκωνος. Η υπομονή χιλιάδων ευσεβών ψυχών, κληρικών και λαϊκών, συνεχώς εξαντλείται. Διά την αγάπην του Κυρίου οπισθοχωρήσατε! Μη θέλετε να δημιουργήσετε εν τη Εκκλησία σχίσματα και διαιρέσεις. Πειράσθε να ενώσητε τα διεστώτα και το μόνον όπερ κατορθώσητε, θα είναι να διασπάσητε τα ηνωμένα και να δημιουργήσητε ρήγματα εις εδάφη έως σήμερον στερεά και συμπαγή. Σύνετε και συνέλθετε! Αλλά φευ! Διηνύσατε πολύν οδόν. Ήδη «προς εσπέραν εστι και κέκλικεν η ημέρα...». Πως θα ίδητε τας χαινούσας αβύσσους, αφ' ων θα διέλθη μετ' όλίγον η ατραπός ήν οδεύετε; Είθε, είθε ο πάλαι ποτέ «στήσας τον ήλιον κατά Γαβαών και την σελήνην κατά φάραγγαν Αιλών», να δευτερώση το θαύμα και να παρατείνη άπαξ έτι το μήκος της ημέρας, να ενισχύση έτι πλέον το φώς αυτής και να διανοίξη τους οφθαλμούς Υμών, ίνα ίδητε, κατανοήσητε, επιστρέψητε. Αμήν.
Μετά βαθυτάτου σεβασμού.
β’ μέρος
ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ Π. ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΖΗΛΩΤΙΣΜΟ
Α.
Χρόνος συγγραφής: δεν αναφέρεται
Χρόνος
δημοσίευσης: Μάρτιος 1959
Έντυπο δημοσίευσης: «Τρεις Ιεράρχαι»
Παραλήπτης: Παλαιοημερολογίτες γενικώς
Τίτλος: Ανοιχτή Επιστολή προς τους
αδελφούς Παλαιοημερολογίτας
Σειρά επιστολής στο β’ μέρος του βιβλίου:
1
Αριθμοί σελίδων αποσπάσματος: 51-54
Περίληψη: Η διαφοροποίηση όσον αφορά το
εορτολογικό και τον λατρευτικό κύκλο, δεν είναι αιτία σχισμάτων, διότι και στην
αρχαία Εκκλησία δεν υπήρχε ομοιομορφία ανάμεσα στις τοπικές εκκλησίες, ενώ δεν
δημιουργήθηκαν σχίσματα εξ αυτής.
Ο εορτολογικός ούτος διχασμός ήτο δυνατόν να
επενέγκη και κανονικόν διχασμόν της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας. Διότι πάσαι
αι επί μέρους Ορθόδοξοι Εκκλησίαι, αι εμμείνασαι εν τω Παλαιώ Ημερολογίω,
ηδύναντο, εάν ήθελον, να διακόψωσι πάσαν κοινωνίαν προς την Εκκλησίαν της
Ελλάδος και να κηρύξωσιν αυτήν σχισματικήν διά την μονομερώς αποτολμηθείσαν
μεταβολήν. Αλλά τούτο δεν εγένετο. Αι άλλαι Εκκλησίαι εσιώπησαν διά το τελεσθέν
και συνέχισαν την προς την Ελλαδικήν Εκκλησίαν κανονικήν κοινωνίαν. Κατ’
ακολουθίαν η Ελλαδική Εκκλησία παρέμεινε, παρά την όλως ανόητον και ανωφελή
μεταβολήν, τμήμα υγιές κανονικώς της καθόλου Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Το σχίσμα, αγαπητοί αδελφοί, δεν δημιουργούσιν
αύται ή εκείναι αι παρεκκλίσεις από της ακριβούς γραμμής των Ιερών Κανόνων,
αλλ’ η διακοπή της κοινωνίας και επαφής προς τα λοιπάς ομοδόξους Εκκλησίας και
η υπ’ αυτών αποκήρυξις.
Κατόπιν, αναφέρονται παραδείγματα
διαφοροποίησης στο εορτολόγιο μεταξύ των τοπικών εκκλησιών της αρχαίας
Εκκλησίας, που ποτέ δεν στάθηκαν αιτία χωρισμού μεταξύ τους.
- Τόσο πριν την Α’ Οικουμενική όσο και μετά, το
Πάσχα εορτάζονταν σε διαφορετική ημερομηνία μεταξύ Ορθόδοξης Ανατολής και
Ορθόδοξης Δύσης.
- Η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ισπανία μέχρι κάποια
περίοδο βάπτιζε με μόνο μία κατάδυση, επειδή ήθελε να παραστήσει την ενότητα
της Τριάδος, και την ισότητα των προσώπων. Και αυτό, σε αντιδιαστολή με τους
Αρειανούς που βάπτιζαν στην ίδια περιοχή με τρεις καταδύσεις, αλλοιώνοντας όμως
την σημασία και δηλώνοντας έτσι την δήθεν ανισότητα των Προσώπων της Τριάδας.
- Στην Ανατολή και στην Αφρική έδιναν Θεία Κοινωνία
στα νήπια, ενώ στην Δύση όχι.
- Η Δύση εόρταζε τα Χριστούγεννα 25 Δεκεμβρίου, ενώ
η Ανατολή στις 6 Ιανουαρίου μαζί με τα Θεοφάνεια.
- Η Ανατολή εόρταζε από παλαιά την Μεταμόρφωση, ενώ
η Δύση πολύ αργότερα.
- Η Ανατολή γιόρταζε τους Αγίους Αποστόλους στις 28
Δεκεμβρίου, ενώ η Δύση στις 29 Ιουνίου.
- Οι εκκλησίες Κων/πόλεως, Θράκης, Μ. Ασίας, και
Συρίας είχαν νηστεία 7 εβδομάδων πριν το Πάσχα, ενώ όλες οι άλλες Εκκλησίες 6.
Αυτά δεν ήταν αιτία σχίσματος.
Υπήρχον λοιπόν πάντοτε διαφοραί και ιδιορρυθμίαι εν
τη Εκκλησία του Χριστού, αλλ’ εν ταυτώ υπήρχε ακλόνητος και η μεταξύ των
τμημάτων αυτής κανονική κοινωνία. Και σήμερον, αδελφοί, η προς αλλήλας κανονική
κοινωνία των Ορθοδόξων Εκκλησιών διατηρείται ασινής και ακλόνητος, παρά τας
θλιβεράς τω όντι εορτολογικάς διαφοράς. Υμείς όμως, λυπηρόν ειπείν αλλά
αναγκαίον, ευρίσκεσθε εκτός της κανονικής αυτής κοινωνίας. Μη λησμονείτε ότι
και αυταί αι το Παλαιόν Ημερολόγιον διατηρούσαι Εκκλησίαι έχουσι κανονικάς σχέσεις
ουχί προς υμάς, αλλά προς την Νεοημερολογιτικήν Εκκλησίαν της Ελλάδος. Τούτο
σημαίνει εν εκ δύο: ότι η Εκκλησία της Ελλάδος δεν είναι κακόδοξος και
σχισματική, ή ότι σύμπασα η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία είναι σχισματική και
κατεπόθη υπό της πλάνης...
Β1.
Χρόνος συγγραφής: 19/6/1969
Χρόνος
δημοσίευσης: -
Έντυπο δημοσίευσης: -
Παραλήπτης: Μον. Νικόδημος αγιορείτικης
συνοδείας π. Εφραίμ
Τίτλος: Μνημόσυνον Πατρ. Αθηναγόρου –
Επιστολιμαία Διατριβή
Σειρά επιστολής στο β’ μέρος του βιβλίου:
2
Αριθμοί σελίδων αποσπάσματος: 59-60
Περίληψη: το Σώμα των επισκόπων της
Εκκλησίας ιστορικά ασκούσε και ασκεί οικονομία κατά περιπτώσεις και οι λαϊκοί
οφείλουν να έπονται των επισκόπων.
Αγαπητέ, εάν πιστεύομεν ότι είναι Ορθόδοξοι (και
εγώ πιστεύω τούτο ακραδάντως), ας καταλίπωμεν εις αυτούς την εκλογήν της
στιγμής. Εκείνοι είναι ηγέται. Τον χρόνον των πολέμων και των επαναστάσεων δεν
καθορίζουσιν οι στρατιώται, αλλ’ οι αξιωματικοί. Εάν βεβαίως θεωρήσομεν αυτούς
ως προδότας, τότε ας αποκηρύξομεν αυτούς και ας καθορίσομεν μόνοι και τον
χρόνον της επαναστάσεως και παν άλλο ζήτημα. Αν όμως δεν δυνάμεθα, χωρίς να
εισέλθωμεν εις τον χώρον της πλέον δεινής συκοφαντίας, να ισχυρισθώμεν τοιούτον
πράγμα, τότε ας ακολουθώμεν αυτοίς, ανεχόμενοι και ημείς «άχρι καιρού».
Επαναλαμβάνω: Ή πιστεύομεν ότι υπάρχει Εκκλησία, έχουσα στρατιάν όλην πιστών
Επισκόπων και Πρεσβυτέρων, ή πιστεύομεν ότι την Εκκλησίαν αποτελούμεν μόνοι
ημείς μετά τινών άλλων. Εν τη Δευτέρα περιπτώσει, ας πράξομεν οτι ημείς
κρίνομεν πρέπον, εφόσον ημείς πλέον είμεθα η Εκκλησία. Εν τη πρώτη περιπτώσει
οφείλομεν να ακολουθήσομεν την Εκκλησία.
Μη λησμόνει ότι τα πρωτεία και το Fillioque του Πάπα δεν ενεφανίσθησαν ούτε κατά το 1054, ότε απεκηρύχθη η
Ρώμη, ούτε κατά το 1053, ούτε κατά το 1052. Επί αιώνας όλους προηγουμένως
εδιδάσκοντο ταύτα εν τη Δύσει. Και όμως η Εκκλησία οικονομία χρωμένη ηνείχετο
και τον Πάπαν και τας κακοδοξίας αυτού. Ναι, π. Νικόδημε. Αυτός ούτος ο Μ.
Φώτιος ου μόνον ηνείχετο επί μακρόν να μνημονεύει, εν τοις Διπτύχοις, του
κακοδόξου Πάπα, αλλά και εν έτει 885 έγραψε περί του προ τριετίας αποθανόντος
Πάπα Ιωάννου Η’ : «Ούτος τοίνυν ο Ιωάννης ημέτερος, ο τον νουν ανδρείος,
ανδρείος δε την ευσεβείαν… Ούτος ο κεχαριτωμένος της Ρώμης Αρχιερεύς…». («Περί
του Αγ. Πνεύματος μυσταγωγίας», κεφ. 89). Ω! Εάν έζων τότε ορισμένοι σύγχρονοι
ΥΠΕΡζηλωταί και ΥΠΕΡορθόδοξοι! Υπήρχον, άλλωστε, και τότε παρόμοιοι. Δεν θα
εδίσταζον, ένεκα των ανωτέρω εκφράσεων φιλοφροσύνης, να ρίψωσι κατά πρόσωπον
του ιερού ανδρός την «ρετσινιαν» του προδότου! Θα απεκάλουν προδότην ποιόν;
Εκείνον, ον η των πραγμάτων αλήθεια ανέδειξε μέγιστον πρόμαχον της Πίστεως,
αληθινόν ήρωα της Ορθοδοξίας! Αδελφέ Νικόδημε, «στώμεν καλώς· στώμεν μετά
φόβου. Πρόσχωμεν την ομολογίαν της αγίας ημών Πίστεως εν ταπεινώσει προσφέρειν».
Ενθυμού πάντοτε τον λόγον της Γραφής: «Μη γίνου δίκαιος πολύ, μηδέ σοφίζου
περισσά, μήποτε εκπλαγείς» (Εκκλησιαστής 7:16).
Θα ερωτηθώ ίσως: Οι καλοί και πιστοί Επίσκοποι
εφαρμόζουσιν οικονομίαν και ανέχονται τον Πατριάρχην. Αλλά ημείς δεν δυνάμεθα
να εφαρμόσομεν ακρίβειαν και να αποκηρύξομεν αυτόν; Αγαπητέ π. Νικόδημε, τούτο
θα ήτο ολοκάθαρος Προτεσταντισμός! Όταν η Εκκλησία εφαρμόζει οικονομίαν, πως
είναι δυνατόν το α’ ή το β΄ άτομο να εφαρμόσει ακρίβειαν εις το αυτό ζήτημα,
χωρίς να αποβεί ΥΠΕΡεκκλησία; Τα άτομα δύνανται πάντοτε να εφαρμόσουν
ακρίβειαν, αλλά μόνο έναντι εαυτών, ουδέποτε όμως έναντι τρίτων, έναντι δηλαδή
εκείνων προς ους η Εκκλησία εφαρμόζει οικονομίαν.
Β2.
Από την ίδια ως άνω επιστολή
Αριθμοί σελίδων αποσπάσματος: 62-63
Περίληψη: Η Εκκλησία δικαιούται να ασκεί
οικονομία, η Εκκλησία της Ελλάδος δεν είναι σχισματική και είναι αδιάφορο το ότι
η αλλαγή του ημερολογίου έγινε χωρίς απόφαση από οικουμενική σύνοδο.
Αυτή, αδελφέ μου, είναι η Ορθόδοξος Εκκλησιολογία.
Τα άλλα, το να εγείρονται δηλαδή άτομα, κληρικοί και λαϊκοί, και να
αποκηρύττωσιν Επισκόπους ους η Καθολική Ορθόδοξος Εκκλησία αποδέχεται, είναι
καθαροί Προτεσταντισμοί.
Ταύτα βεβαίως υπό την προϋπόθεσιν- επαναλαμβάνω και
πάλιν- ότι πιστεύομεν ότι πάντες, ή σχεδόν πάντες, οι Επίσκοποι της Εκκλησίας
απέβησαν ελεεινοί προδόται, τότε τα ανωτέρω ανατρέπονται άρδην. Τότε πλέον
Εκκλησία είμεθα ημείς και ότι πράξωμεν είναι αυθεντικόν και έγκυρον. «Όσα εάν
δήσωμεν επί της γης έσται δεδεμένα εν τω ουρανώ, και όσα εάν λύσωμεν επί της
γης έσται λελυμένα εν τω ουρανώ». Μακράν πάντως απ’ εμού η εωσφορική σκέψις ότι
η Εκκλησία έμεινεν εις εμέ.
Και ήδη εις την συγκεκριμένην πρότασίν σου: Με
ρωτάς αν είναι ορθόν να προσχωρήσει η ιερά Συνοδεία υμών εις την παράταξιν του
πρ. Φλωρίνης, μνημονεύουσα των Αρχιερέων της ειρημένης παρατάξεως. Αδελφέ μου
Νικόδημε, εφόσον θέλεις την γνώμην του παλαιού Εξομολόγου σου, άκουσον ποιά
είναι: Ο Θεός γνωρίζει πόσον συμπαθείς είναι εις εμέ οι αδελφοί Παλαιοημερολογίται.
Την προς αυτούς αγάπην και την συμπάθειάν μου έδειξα ουχί άπαξ ουδέ δις, αλλά
πολλάκις, η ενταύθα όμως μνεία περιστατικών παρέλκει.
Παρά πάσαν όμως αγάπην και συμπάθειαν, δεν δύναμαι
να είπω ότι ευρίσκω ορθήν εκκλησιαστικώς την προσχώρησιν υμών εις αυτούς.
Οι Παλαιοημερολογίται, αδελφέ μου, απεκήρυξαν ουχί
ένα ή δύο Επισκόπους, αλλά ολόκληρον τοπικήν Εκκλησίαν, την Ελλαδικήν, μεθ’ ης
πάσαι αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι ουκ επαύσαντο ουδ’ επί στιγμήν έχουσαι κανονικάς
σχέσεις. Ούτω μεταβλήθησαν εις ΥΠΕΡ εκκλησίαν. Ηδύναντο βεβαίως να διατηρήσωσι
το παλαιόν ημερολόγιον, μιμούμενοι και πάλιν τας άλλας Ορθοδόξους Εκκλησίας.
Ώφειλον όμως εν ταυτώ, μιμούμεναι και πάλιν τας άλλας Ορθοδόξους Εκκλησίας, να
μη αποκηρύξωσι την Ελλαδικήν Εκκλησίαν, αλλά να μείνωσι εν αυτή. Από της πρώτης
στιγμής ουκ επαύσαντο οι Παλαιοημερολογίται επικαλούμενοι το παράδειγμα των
άλλων Ορθοδόξων Εκκλησιών ως επιχείρημα υπέρ της εμμονής αυτών εις το παλαιόν
ημερολόγιον. Καλώς! Αλλ’ αι Εκκλησίαι αύται, καίτοι διετήρησαν το παλαιόν ημερολόγιον,
είχον και έχουσι ακεραίας κανονικάς σχέσεις προς την Εκκλησίαν της Ελλάδος.
Διατί οι Παλαιοημερολογίται έπραξαν διαφόρως; Και, ούτω, δεν ετοποθέτησαν
εαυτούς εκτός της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας; Ποια Ορθόδοξος τοπική
Εκκλησία, εκ των τηρουσών το παλαιόν ημερολόγιον, είχε ποτέ κανονικάς σχέσεις
μετά της παρατάξεως των εν Ελλάδι Παλαιοημερολογιτών; Ή των Ιεροσολύμων; Ή της
Αντιοχείας; Ή της Ρωσίας; Ή της Σερβίας; Ή της Βουλγαρίας; Ουδεμία!
Πάσαι αι Εκκλησίαι μόνον μετά της Εκκλησίας της
Ελλάδος είχον ανέκαθεν σχέσεις, τους δε εν Ελλάδι Παλαιοημερολογίτας έβλεπον
απλώς ως τέκνα απείθαρχα της Ελλαδικής Εκκλησίας και δι’ αυτό ούτε ήλθον ποτέ
εις επισήμους εκκλησιαστικάς σχέσεις μετ’ αυτών, ούτε εστιγμάτισαν τας υπό της
ημετέρας Εκκλησίας δίκας επί ανταρσία και καθαιρέσεις των Παλαιοημερολογιτών
κληρικών.
Οι Παλαιοημερολογίται εφώναζον και φωνασκούσι και
ιδιωτικώς και εν επισήμοις Υπομνήμασιν ότι το ημερολογιακόν θέμα είναι επίδικον
ενώπιον μελλούσης Πανορθοδόξου Συνόδου. Αλλ’ εν προκειμένω οι αγαπητοί
Παλαιοημερολογίται δεν γνωρίζουσιν ούτε τι λέγουσιν ούτε περί τίνων
διαβεβαιούνται. Εάν η Εκκλησία της Ελλάδος, ένεκα της ημερολογιακής μεταβολής,
απέβη αυτομάτως –άνευ δηλαδή αποκηρύξεως υπό των άλλων Εκκλησιών- σχισματική,
τότε σχισματικοί είναι πάσαι αι τοπικαί Ορθόδοξοι Εκκλησίαι, εφ όσον αύται
κοινωνούσι προς σχισματικήν Εκκλησίαν. Δι’ αυτό, άλλωστε, οι Παλαιοημερολογίται
δεν κοινωνούσι προς την Εκκλησίαν της Ελλάδος, ίνα μη και αυτοί καταστώσι
σχισματικοί. Ποιά λοιπόν Πανορθόδοξος Σύνοδος θα λύσει το ημερολογιακόν ζήτημα,
εφόσον πάσαι αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι κατέστησαν σχισματικαί διά της κοινωνίας
αυτών προς την σχισματικήν Εκκλησίαν της Ελλάδος; Αν συνέλθει ποτέ τοιαύτη
Σύνοδος, δεν θα είναι Πανορθόδοξος, αλλά Παν-σχισματική!
Γ.
Χρόνος συγγραφής: 11/8/1969
Χρόνος δημοσίευσης: -
Έντυπο δημοσίευσης: -
Παραλήπτης: Μον. Νικόδημος αγιορείτικης
συνοδείας π. Εφραίμ
Τίτλος: Επιστολιμαίας Διατριβής
Παρεπόμενα Α’
Σειρά επιστολής στο β’ μέρος του βιβλίου:
3
Αριθμοί σελίδων αποσπάσματος: 81-82
Περίληψη: το πρόβλημα δεν είναι το
εορτολόγιο, αλλά το σχίσμα και η αποκοπή από το Σώμα της Εκκλησίας.
Περί του παλαιού ημερολογίου έχω γράψει παλαιότερον
εκτενές άρθρον, όπερ στέλλω σοι, ελπίζων ότι θα λύσει πολλάς απορίας σου. Όσας
δεν λύσει είμαι πρόθυμος να λύσω διά νέας επιστολής μου, αρκεί βεβαίως να μοι
γνωρίσεις ταύτας. Ουδείς λόγος υπάρχει να εγκαταλίπητε το παλαιόν ημερολόγιον.
Οι Παλαιοημερολογίται είναι υπεύθυνοι ουχί διότι διετήρησαν το παλαιόν
ημερολόγιον, αλλά διότι απεκήρυξαν ως σχισματικήν την Εκκλησίαν της Ελλάδος και
διέκοψαν την απ’ αυτής κανονικήν εξάρτησιν. Αν διετήρουν το παλαιόν
ημερολόγιον, αλλά δεν διέκοπτον την μετά της Ελλαδικής Εκκλησίας κοινωνίαν, θα
ήσαν εν απολύτω κανονική τάξει.
Τα ημερολόγια δεν σώζουσιν, αγαπητέ π. Νικόδημε. Εν
μόνον σοι λέγω: Το Πάσχα των Ιουδαίων ήτο Θεόθεν καθωρισμένον μέχρι της εσχάτης
λεπτομερείας. Κατά τινά εποχήν λοιπόν παρουσιάσθη εις τον Μωυσήν μια ομάς
ανδρών και είπον: Ημείς ήμεθα ακάθαρτοι προ ημερών, ότε ετελείτο το Πάσχα,
δηλαδή την 14ην του πρώτου μηνός, και δι’ αυτό δεν ηδυνήθημεν
να εορτάσωμεν. Θα στερηθώμεν λοιπόν ημείς του εορτασμού; Δεν θα προσενέγκωμεν ημείς
δώρον εις τον Κύριον; Ο Μωυσής ερωτά περί τούτου τον Θεόν και ακολούθως
αποκρίνεται: Οσάκις οιοσδήποτε Ισραηλίτης δεν δυνηθή, λόγω ακαθαρσίας ή λόγω
απουσίας εις μακρινόν ταξίδιον, να εορτάσει το Πάσχα κατά την καθωρισμένην
ημερομηνίαν, ήτοι κατά την δεκάτη τετάρτην του πρώτου μηνός, ας εορτάση αυτό
κατά την δεκάτην τετάρτην του δεύτερου μηνός! (Αριθμοί, 9:6 κ.ε).
Ακούεις, αγαπητέ π. Νικόδημε; Εν τη Παλαιά Διαθήκη,
εν τη εποχή της κυριαρχίας του νομικού γράμματος και των τελετουργικών τύπων,
υπήρχε τοσαύτη ελευθερία! Χρειάζεται σχόλια;
Δ.
Χρόνος συγγραφής: 22/7/1971
Χρόνος δημοσίευσης: -
Έντυπο δημοσίευσης: -
Παραλήπτης: Μον. Νικόδημος αγιορείτικης
συνοδείας π. Εφραίμ
Τίτλος: Επιστολιμαίας Διατριβής
Παρεπόμενα Β'
Σειρά επιστολής στο β’ μέρος του βιβλίου:
4
Αριθμοί σελίδων αποσπάσματος: 83-93
Περίληψη: Περί αποτείχισης. Το πρόβλημα
δεν είναι το εορτολόγιο, αλλά το σχίσμα και η αποκοπή από το Σώμα της Εκκλησίας.
Προσφιλέστατε μοὶ π. Νικόδημε ,
χαῖρε ἐν Χριστῷ Ἰησοὖ Τῷ Κυρίω ἠμῶν.
Παρῆλθε διάστημα πλέον τοὖ μηνὸς ἀφ' ἢς ἔλαβον τὴν ἐπιστολήν σου. Ἐβράδυνα νὰ ἀπαντήσω, λόγο φόρτου ἀπασχολήσεων. Παρακαλῶ σύγγνωθί μοι.
Ἀπαντῶ συνεπτυγμένως πως, ἐπιφυλασσόμενος νὰ ἐπανέλθω, ἅν ἡ Ὁσιότης σου θελήση νέας διευκρινήσεις.
Ἐν πρώτοις, φίλτατε π. Νικόδημε, ὀφείλω νὰ σοι εἴπω μίαν πικρᾶν ἀλήθειαν, ἤτις θὰ σοι φανῆ πλέον ἡ παραδόξως καὶ θὰ σὲ ἐκπλήξη. Μέχρι σήμερον ἀπέφευγον -οἰκονομία χρώμενος- νὰ διατυπώσω αὐτὴν τὴν θέσιν ἡ διετύπουν αὐτὴν συνεσκιασμένως, ἀλλ’ ἤδη, ὁπότε τὰ πράγματα ἔφθασαν εἰς τὸ μὴ περαιτέρω καὶ πρόσωπα ἐκλεκτὰ ἀλλ’ ἔχοντα ἀτυχῶς περιδεῆ συνείδησιν- προσχωροὖν εἰς τοὺς Παλαιοημερολογίτας, πίπτοντα θύματα μίας ἀδιστάκτου προπαγάνδας κατὰ τῆς ἐκκλησίας, εἶνε καιρὸς νὰ λεχθῆ ἡ ἀλήθεια ἄνευ περιστροφῶν καὶ ἄνευ ἐπιφυλάξεων.
Προσφιλέστατε μοὶ π. Νικόδημε ,
χαῖρε ἐν Χριστῷ Ἰησοὖ Τῷ Κυρίω ἠμῶν.
Παρῆλθε διάστημα πλέον τοὖ μηνὸς ἀφ' ἢς ἔλαβον τὴν ἐπιστολήν σου. Ἐβράδυνα νὰ ἀπαντήσω, λόγο φόρτου ἀπασχολήσεων. Παρακαλῶ σύγγνωθί μοι.
Ἀπαντῶ συνεπτυγμένως πως, ἐπιφυλασσόμενος νὰ ἐπανέλθω, ἅν ἡ Ὁσιότης σου θελήση νέας διευκρινήσεις.
Ἐν πρώτοις, φίλτατε π. Νικόδημε, ὀφείλω νὰ σοι εἴπω μίαν πικρᾶν ἀλήθειαν, ἤτις θὰ σοι φανῆ πλέον ἡ παραδόξως καὶ θὰ σὲ ἐκπλήξη. Μέχρι σήμερον ἀπέφευγον -οἰκονομία χρώμενος- νὰ διατυπώσω αὐτὴν τὴν θέσιν ἡ διετύπουν αὐτὴν συνεσκιασμένως, ἀλλ’ ἤδη, ὁπότε τὰ πράγματα ἔφθασαν εἰς τὸ μὴ περαιτέρω καὶ πρόσωπα ἐκλεκτὰ ἀλλ’ ἔχοντα ἀτυχῶς περιδεῆ συνείδησιν- προσχωροὖν εἰς τοὺς Παλαιοημερολογίτας, πίπτοντα θύματα μίας ἀδιστάκτου προπαγάνδας κατὰ τῆς ἐκκλησίας, εἶνε καιρὸς νὰ λεχθῆ ἡ ἀλήθεια ἄνευ περιστροφῶν καὶ ἄνευ ἐπιφυλάξεων.
Λοιπόν, π. Νικόδημε, ὅσοι, φοβούμενοι τὸν Οἰκουμενισμόν, προσχωροὖν εἰς τοὺς Παλαιοημερολογίτας, δὲν κερδαίνουν ἄλλο τί, εἰμή, φεύγοντες μίαν αἵρεσιν, προσχωροὖν εἰς μίαν ἄλλην. Βεβαίως, δὲν ἔχουσι συνείδησιν ὅτι προσχωροὖν εἰς αἵρεσιν, ἀλλὰ τοὖτο οὐδαμῶς μεταβάλλει τὰ πράγματα.
Ἄκουσον ἕνα διάλογον, τὸν ὅποιον εἶχον πρὸ καιροὖ μεθ' ἑνὸς ἐκλεκτοὖ νέου, προσχωρήσαντος εἰς τοὺς Παλαιοημερολογίτας:
—Διατί ἔφυγες ἐκ τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας;
—Ἴνα μὴ κοινωνῶ μετὰ τῶν αἱρετικῶν οἰκουμενιστῶν.
—Πάντες οἱ Ἐπίσκοποι της Ἑλλάδος εἶνε οἰκουμενισταί;
—Ὄχι, ὄχι! Ἄλλα κοινωνοὖν μετὰ τοὖ οἰκουμενιστοὖ Πατριάρχου. Δὲν θέλω λοιπὸν νὰ ἔχω κοινωνίαν μετὰ προσώπων κοινωνούντων τοῖς αἱρετικοῖς οἰκουμενισταῖς.
—Πιστεύεις ὅτι τὸ ἡμερολόγιον εἶνε Δόγμα Πίστεως καὶ ὅτι οἱ Νεοημερολογίται εὑρίσκονται ἐκτὸς Χάριτος καὶ χρήζουσιν, ὡς οἱ ἐξ αἱρετικῶν ἐπιστρέφοντες, ἀναμυρώσεως;
—Θεὸς φυλάξαι! Ἐγώ οὐδαμῶς πιστεύω αὐτᾶς τὰς ἀνοησίας τῶν Παλαιοημερολογιτῶν. Ἐγώ προσεχώρησα εἰς αὐτοὺς μόνον καὶ μόνον ἴνα ἀποφύγω τὴν, ἔμμεσον ἔστω, κοινωνίαν μετὰ τῶν αἱρετικῶν οἰκουμενιστῶν.
—Ουδαμώς ὅμως ἀπέφυγες τὴν κοινωνίαν μετ' ἄλλης αἱρέσεως ! Ὃ ἰσχυρισμὸς τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, ὄτι η μεταβολὴ τοὖ ἡμερολoγίου ἐστέρησε τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Χάριτος, δὲν εἶνε ἁπλή ἀνοησία, ὡς ἐχαρακτηρίσθη ἀνωτέρω ὑπό σου. Εἶνε βαρύτατη βλασφημία καὶ αἵρεσις.
—Αλλ’ ἔγω δὲν πιστεύω αὐτὰ τὰ πράγματα.
—Κοινωνείς ὅμως μετ' ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι πιστεύουσι ταὖτα.
—Τι νὰ πράξω; ἀναγκάζομαι νὰ ἀνέχωμαι αὐτοὺς κατ' οἰκονομίαν.
—Και τότε διατὶ δὲν ἠνείχεσο, κατ' οἰκονομίαν ἔστω, τοὺς Ἐπισκόπους της Ἑλλάδος, οἵτινες ἐκοινώνουν μετὰ τοὖ Πατριάρχου;
—Εκείνος:........... .
—Έγώ: Βλέπεις εἰς ποίαν ἀντινομίαν ὡδηγήθης; Ἀναγνωρίζεις ὄτι οι -πλεῖστοι τῶν Ἐπισκόπων της Ἑλλάδος εἶνε Ὀρθόδοξοι. Ἀρνεῖσαι ὄμως τήν μετ' αὐτῶν κοινωνίαν, ἐπειδὴ οὗτοι κοινωνοὖν μετὰ τοὖ Πατριάρχου. Οὕτω δὲν δέχεσαι οὔτε ἔμμεσον καν κοινωνίαν μὲτ οἰκουμενιστων. Δέχεσαι ὅμως ἄμεσον, ἀμεσωτάτην κοινωνίαν μετὰ προσώπων κηρυσσόντων ἄλλου εἴδους αἵρεσιν. Ὅτι ἡ σωτηρία ἐξαρτᾶται ἐκ τῶν ἡμερολογίων!!! Ποῖον τὸ κέρδος σου;;;
Ἀλλά καὶ πάλιν, μὴ νομίσης ὄτι ἀπέφυγες τὴν ἔμμεσον κοινωνίαν μετὰ τῶν οἰκουμενιστῶν.
—Ἐκεῖνος: Πῶς συμβαίνει αὐτό;
—Ἐγώ: Ἀκουσον, ταλαίπωρον θύμα ἐπιτηδείων προπαγανδιστῶν: Οἱ Παλαιοημερολογίται κραυγάζουν μέχρι διαρρήξεως τῶν πνευμόνων, ὅτι καὶ μόνη ἡ συμπροσευχὴ ἠμῶν μετὰ τοὖ Πατριάρχου καὶ τῶν ἄλλων ὁμοφρόνων αὐτῶ καθιστὰ ἡμᾶς ὁμοίους πρὸς αὐτούς, ἔστω καὶ ἅν δὲν πιστεύομεν ὅσα κηρύττουσιν αὐτοί. Νὰ ἤσαν τουλάχιστον συνεπεῖς πρὸς τὴν θέσιν αὐτῶν ταύτην! Ἀλλά ποὺ συνέπεια!... Μετάβηθι, φίλτατε, εἰς τινα Ἡσυχαστήρια τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, ἰδιαιτέρως ἐν Λυκοβρύσει Ἀττικῆς, θὰ ἴδης αὐτοκίνητα ὁλόκληρα ἀποβιβάζοντα Νεοημερολογίτας, ἴνα ἐκκλησιασθοὖν ἐκεῖ ἐν ὥρα Λειτουργίας! (Ἔχω ἄκουσει ὅτι οἱ ἐκκλησιαζόμενοι κατὰ Κυριακὴν ἐκεῖ Νεοημερολογίται εἶνε πολὺ περισσότεροι τῶν Παλ/τῶν!). Τὸ Περιοδικὸ μάλιστα τοὖ ἐν λόγω Ἡσυχαστηρίου ποιεῖται κατὰ καιροὺς ἐκκλήσεις πρὸς τοὺς «προσκυνητᾶς», τοὺς ἐπιθυμοὖντας νὰ ἐκκλησιασθούν ἐν αὐτῶ, ὅπως προσέρχωνται σεμνῶς ἐνδεδυμένοι τόσον οἱ ἄνδρες ὅσον καὶ αἳ γυναῖκες καὶ τὰ παιδία. Δὲν λέγει νὰ μὴ προσέρχωνται κάν Νεοημερολογίται. Ὄχι! Τὸ μόνον, τὸ ὁποίον τονίζει καὶ εἰς τὸ ὅποιον ἀρκεῖται εἶνε ἡ ἀποφυγή της ἀπρεποὖς ἐνδυμασίας. Ὑπαρχούσης αὐτῆς, οὐδὲν ἄλλο ἐξετάζεται. Ὑπαρχούσης αὐτῆς, οἱ Νεοημερολογίται εἶνε λίαν εὐπρόσδεκτοι εἰς συνεκκλησιασμόν καὶ συμπροσευχήν. Γνωρίζω δὲ οὐκ ὀλίγας περιπτώσεις Παλαιοημερολογιτῶν Ἱερέων δεχομένων ἄνευ ὅρων εἰς τὰ Μυστήρια τῆς ἐξομολογήσεως, ἀκόμη δὲ καὶ τῆς Θ. Κοινωνίας, Νεοημερολογίτας. Ἔχομεν δηλαδὴ
προσφορὰν Μυστηρίων εἰς πρόσωπα, τὰ ὁποῖα εἰς ἄλλας στιγμάς χαρακτηρίζονται ὓπ' αὐτῶν τῶν ἡγετῶν τῶν Παλαιοημερολογιτῶν ὡς μακράν τῆς ἀληθείας καὶ τῆς σωτηρίας ὄντα, ἐπειδὴ εὑρίσκονται ἐν τὴ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία κοινωνεῖ μετὰ τοὖ Πατριάρχου. Δηλαδή, κυκεὼν καὶ τραγέλαφος!
Λοιπόν, ἀφοὖ οἱ ὁμόφρονες σοὶ συμπροσεύχωνται καὶ κοινωνοὖν μεθ' ἠμῶν τῶν συμπροσευχομένων καὶ κοινωνούντων μετὰ τοὖ Πατριάρχου, σὺ ἔχεις καὶ πάλιν ἔμμεσον κοινωνίαν μετὰ τοὖ Πατριάρχου! Τί ἐκέρδησας λοιπόν; Καὶ τὴν ἔμμεσον κοινωνίαν μετὰ τῶν οἰκουμενιστῶν δὲν ἀπέφυγες καὶ εἰς ἄμεσον κοινωνίαν μετὰ προσώπων κηρυσσόντων ἄλλου εἴδους αἵρεσιν ὠδηγήθης!...
Αὐτὰ ἐλέχθησαν τότε μετὰ τοὖ νέου ἐκείνου. Ἀντιγράφω ταὖτα,
ἴνα συναγάγης, ἀγαπητὲ π. Νικόδημε, ὠρισμένα συμπεράσματα.
Καὶ ἤδη σύντομοι τινες ἀπαντήσεις εἰς τὰ ἐρωτήματά σου:
1. Ὑπῆρξε μεγάλη «γκάφα» τοὖ Φιλάρετου ἡ ἀναγνώρισις τῶν ἐν Ἑλλάδι Παλαιοημερολογιτῶν. Μᾶλλον ἔπεσε θύμα κακῶν εἰσηγήσεων. Ἔφθασεν εἰς τὰς ἄκοάς μου πληροφορία τὶς ὅτι ἐκ τῶν ὑστέρων, γνωρίσας τοὺς ἐν Ἑλλάδι Παλαιοημερολογίτας, ἔχει μεταμεληθῆ δι’ ὅ,τι ἐπραξεν. Ὃ καιρὸς ὅμως θὰ δείξη. Πιστεύω ὅτι θὰ σημειωθοὖν ἐξελίξεις...
Δι’ ἐμέ πάντως, ὁ ὁποῖος πιστεύω ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος πᾶν ἄλλο ἡ αἱρετικὴ εἶνε, ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου τοὖ Φιλάρετου οὐ μόνον οὐδὲν κύρος ἔχει, ἄλλα καί, ὡς ἀποτελοὖσα ἀντικανονικωτάτην ἐπέμβασιν εἰς τὰ ἐσωτερικὰ ἄλλης ὁμοδόξου Ἐκκλησίας, δημιουργεῖ κανονικᾶς εὐθύνας διὰ τὴν εἰρημένην Σύνοδον.
2. Ἂν ὁ Φιλάρετος, ἐπίστευεν ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εἶχε πέσει εἰς αἵρεσιν, τότε ἠδύνατο νὰ παρέμβη ἐν αὐτή. Ὄφειλεν ὅμως ὄχι νὰ ἀναγνώριση τους Παλαιοημερολογίτας, οἱ ὁποίοι δὲν εἶνε μὲν οἰκουμενισταί, ἀλλά καὶ αὐτοὶ κηρύσσουν ἄλλου εἴδους αἵρεσιν, ὡς προείπον (ὅτι ἡ σωτηρία ἐξαρτᾶται ἐκ τῶν... Ἡμερολογίων καὶ τῶν ἑορτολογίων), ἄλλα νὰ χειροτόνηση ἐξ ἀρχῆς Ἱερεῖς (ἡ καὶ Ἐπισκόπους) διὰ τὸ πλήρωμα τῆς Ἑλλαδικῆς ἐκκλησίας. Οἱ ἐν λόγω Ἱερεῖς ἤδυναντο νὰ ἀκολουθοὖν τῷ παλαίω ἡμερολογίω, δὲν θὰ ἐκήρυσσον ὅμως τὸ ὡς ἄνω αἱρετικὸν φρόνημα, θὰ ἐδέχοντο δὲ εἰς κοινωνίαν καὶ πιστοὺς ἀκολουθοὖντας τῷ νέω ἡμερολογίω, ὡς ἀκριβῶς πράττει καὶ ὃ Φιλάρετος.
3. Ἡ παροὖσα κατάστασις (συμπροσευχαί, νεωτερισμοὶ κ.τ.τ ) δὲν δικαιολογεῖ τὸ «ὑπερόριον». Μόνον ἡ πτῶσις ἐκκλησίας τινὸς εἰς αἵρεσιν παρέχει δικαίωμα εἰς ὑπερορίους Ἐπισκόπους νὰ παρέμβουν.
4. Ἂν μία Σύνοδος Ὀρθόδοξος καταδικάση τινά, δὲν δύναται ἄλλης τοπικῆς Ἐκκλησίας Σύνοδος νὰ ἀθωώση αὐτόν. Ἂν δὲ συμβῆ τοὖτο, ἡ δευτέρα ἀπόφασις εἶνε ἄκυρος. Δηλαδή: Ἂν Κληρικὸς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καταδικασθῆ ὓπ' αὐτῆς καὶ προσφυγὴ εἰς ἄλλην Ἐκκλησίαν, π.χ. εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Σερβίας, καὶ ζητήση νὰ κριθῆ ὓπ' αὐτῆς, ἡ Ἐκκλησία τῆς Σερβίας θὰ ἀπορρίψη τὴν ἀξίωσιν αὐτοὖ, δηλοὖσα ὅτι αὔτη εἶνε τελείως ἀναρμόδιος, τῆς ἁρμοδιότητος ὑπαρχούσης εἰς μόνην τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος. Ἂν δὲ τυχὸν δεχθῆ τὸ αἴτημα ἡ Ἐκκλησία τῆς Σερβίας καὶ κρίνη αὐτὴ τὸν εἰρημένον Κληρικόν, ἡ ἀπόφασις αὐτῆς, ὡς παρὰ Κανόνας ἐκδοθεῖσα, εἶνε ἄκυρος παντή, δημιουργεῖ δὲ καὶ κανονικᾶς εὐθύνας.
Ἂν τὰ παραπτώματα τοὖ Κληρικοὖ αὐτοὖ δὲν εἶνε κωλυτικᾶ τῆς ἱερωσύνης καὶ βραδύτερον μετανοήση δι’ αὐτά, τότε ἡ μόνη δυναμένη νὰ ἀποκαταστήση αὐτὸν εἶνε πάλιν ἡ ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Οὐδέποτε ἐπιτρέπεται ἐπέμβασις μίας Ὀρθοδόξου ἐκκλησίας εἰς τὰ ἐσωτερικὰ ἑτέρας.
Ἄλλως, ἐννοεῖται, ἔχει τὸ πράγμα ἅν μία Τοπικὴ Ὀρθόδοξος ἐκκλησία αἰτήσηται παρ' ἄλλης ἡ παρ' ἄλλων τὴν βοήθειαν αὐτῶν διὰ τὴν λύσιν ἑνὸς ἐσωτερικοὖ αὐτῆς ζητήματος. Σότε δὲν πρόκειται περὶ αὐθαιρέτου ἐπεμβάσεως, ἄλλα περὶ ἀδελφικῆς συμπαραστάσεως.
Μόνον Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ὡς ὑπέρτατη ἀρχή, δύναται νὰ παρέμβη εἰς τὰ ἐσωτερικὰ Τοπικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ νὰ ρυθμίση ταὖτα κατὰ τὴν κρίσιν αὐτῆς. Δύναται π.χ. κληρικὸς μίας Τοπικῆς Ἐκκλησίας (καὶ μάλιστα Προκαθήμενος αὐτῆς), φρονῶν ὅτι κατεδικάσθη ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας αὐτοὖ ὅλως ἀδίκως καὶ παρὰ τοὺς Κανόνας, νὰ καταφύγη δι’ ἐκκλήσεως πρὸς τὰς ἄλλας Τοπικᾶς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας καί, διεκτραγωδῶν τὴν ἄδικον περιπέτειαν αὐτοὖ, νὰ ζητήση ἀπόδοσιν δικαιοσύνης. Ἂν αἱ ἄλλαι Ἐκκλησίαι εὕρωσι βάσιμα τὰ παράπονα αὐτοὖ, δύνανται νὰ φθάσουν μέχρι συγκλήσεως Μεγάλης Συνόδου, τῆς ὁποίας ἡ ἀπόφασις θὰ εἶνε ὑποχρεωτικὴ δι’ ἅπαντας. Μονομερὴς παρέμβασις μίας Τοπικῆς Ἐκκλησίας εἰς τὰ ἐσωτερικὰ ἄλλης εἶνε ἀπαράδεκτος. Ταὖτα πάντα, ἐννοεῖται, προκειμένου περὶ Τοπικῶν ἐκκλησιῶν Ὀρθοδόξων καὶ οὐχὶ αἱρετικῶν.
5. Ἡ λέξις «ἄκυρον», προκειμένου περὶ Μυστηρίων, ἄλλοτε μὲν χαρακτηρίζει τὰ τελείως ἀνυπόστατα (ἤτοι ἀνύπαρκτα) Μυστήρια καὶ ἄλλοτε τὰ ὑποστατὰ μέν, ἀλλ’ ἀντικανονικῶς τελεσθέντα. Ἐξαρτᾶται ἐκ τῆς ἐννοίας, τὴν ἀποίαν ἑκάστοτε δίδομεν εἰς τὴν λέξιν «ἄκυρον».
6. «Ζηλωτὴς» ἐπιστρέφων δύναται ἐπιεικῶς νὰ γένηται δεκτὸς καὶ δι’ ἁπλῆς Ἐξομολογήσεως ἐνώπιόν του Πνευματικοὖ. Ἂν εἶνε Κληρικός, θὰ ζητήση παρὰ τοὖ Ἐπισκόπου τὴν ἀποκατάστασιν αὐτοὖ διὰ τῆς κανονικῆς διαδικασίας. Ἡ μεταβολὴ Παρατάξεων «κάθε τόσο» δεικνύει προφανῶς ἀστάθειαν. Ἀτυχῶς δὲ τοὖτο εἶνε σύνηθες εἰς τοὺς Παλαιοημερολογίτας.
7. Ἀναμφιβόλως δὲν δύναται τὶς «νὰ εἶνε καὶ μὲ τοὺς μὲν καὶ μὲ τοὺς δέ». Ἄλλο ζήτημα, ἄν, οἰκονομία χρώμενος, ἀνέχεται τους δέ, ἐλπίζων νὰ σύρη τελικῶς αὐτοὺς εἰς τὴν εὔθειαν ὁδόν.
8. Ἂν τὶς εἶνε λίαν ἁπλοὺς ὥστε νὰ μὴ ἀντιλαμβάνηται πράγματα τινὰ καὶ δὲν ἐμμένη εἰς τὰς ἐσφαλμένας θέσεις αὐτοὖ ἐξ οἰήσεως, πείσματος κ.τ.τ., ἀλλ’ ἐξ
ἁπλότητος, εἶνε δυνατὸν νὰ ἔχη Χάριν Κυρίου πλουσίαν. Τὰ κρίματα τοὖ Θεοὖ εἶνε ἀνεξερεύνητα.
Ὑπῆρξαν καὶ περιπτώσεις, κατὰ τὰς ὁποίας σοφοὶ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας περιέπεσαν εἰς πλάνας. Ὁ εἰς καρδίαν ὅμως καὶ ὄχι εἰς πρόσωπον βλέπων Θεὸς δὲν ἔκρινεν αὐτοὺς ἀναξίους της εὐνοίας Αὐτοὖ. Ὁ μέγας Γρηγόριος, ὁ τῆς Νύσσης Ἐπίσκοπος, δὲν ἦτο ἀπηλλαγμένος δογματικῶν πλανῶν. Καὶ ὅμως εἶνε ἅγιος καὶ Πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπίσης καὶ ὁ θεῖος Διονύσιος Ἀλεξανδρείας, θεολόγων περὶ Υἱοὖ, δὲν ἐξεφράσθη μετὰ δογματικῆς ἀκριβολογίας, δι’ ὃ καὶ ἔδωκεν, ἀθελήτως, πολλὰ ἐπιχειρήματα εἰς τοὺς ἀρειανούς, οἱ ὅποιοι καὶ ἐπεκαλοὖντο αὐτόν. Τούτου ἕνεκεν ἠναγκάσθη ὁ Μ. Ἀθανάσιος νὰ γράψη ὁλόκληρον πραγματείαν περὶ τοὖ Ἁγίου Διονυσίου, ἴνα δικαιολογήση τὰς δογματικῶς ἀστόχους ἐκφράσεις αὐτοὖ.
9. Ἀγαθᾶς σχέσεις μετὰ «ζηλωτῶν» δυνάμεθα νὰ ἔχωμεν. Μυστήρια ὅμως ἐξ αὐτῶν δὲν εἶνε ἐπιτετραμμένον νὰ λαμβάνωμεν. Ἂν ἔχουν οὗτοι, ὡς γράφεις, κοινωνίαν μετὰ τῆς ἐκκλησίας ἠμῶν, τότε μεταβάλλεται ἡ κατάστασις. Ὑπάρχουν ὅμως «ζηλωταὶ» κοινωνοὖντες μετὰ τῆς ἡμετέρας ἐκκλησίας;
10. Ἀτυχῶς δὲν εἶνε εὔκολος ἡ ἐπαναφορὰ τοὖ παλαιοὖ ἡμερολογίου ἐν τὴ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Ἴσως δὲν εἶνε καν δυνατή. Ἄλλα καὶ ἅν ἦτο, μὴ φαντασθῆς ποτε ὅτι οἱ Παλαιοημερολογὶται θὰ ὑπετάσσοντο πάντες πλέον εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Οἱ πλεῖστοι ἐκ τῶν Παλαιοημερολογιτῶν Κληρικῶν ἐπιθυμοὖν ἀσυδοσίαν καὶ οὐδέποτε θὰ ἔστεργον νὰ τεθῶσιν ὑπὸ ζυγὸν καὶ ὑπὸ ἔλεγχον. Θὰ εὕρισκον χίλια ἑπτὰ «ἐπιχειρήματα» ἴνα δικαιολογήσουν τὴν ἐμμονὴν αὐτῶν εἰς τὴν ἀνταρσίαν. (Θὰ ἔλεγον π. χ. ὅτι εἶνε Μασῶνοι οἱ Ἐπίσκοποι καὶ τὰ τοιαὖτα. ) Γνωρίζω καλῶς πολλοὺς Κληρικοὺς τῶν Παλαιοημερολογιτῶν... Ἡγέτης τὶς τῶν Παλαιοημερολογιτῶν ἔλεγε μοὶ πρὸ ἐτῶν: «Δὲν τολμῶ νὰ βάλω οὔτε δέκα ἥμερες ἀργία σὲ κληρικό μου. Θὰ πᾶνε στοὺς ἄλλους, μοὖ λέγουν» (δηλαδὴ εἰς τὴν ἄλλην Παράταξιν). Ἐξ αὐτοὖ ἀντιλαμβάνεσαι ποία διάθεσις κανονικῆς πειθαρχίας ὑπάρχει εἰς τοὺς Κληρικοὺς τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, πλὴν τινων ἐξαιρέσεων...
11. Αἱ θέσεις τῆς «Ἐπιστολιμαίας Διατριβῆς» ἰσχύουν ἒφ' ὅσον ἡ Ἐκκλησία ἠμῶν εἶνε Ὀρθόδοξος καὶ ὄχι αἱρετική. Τὸ νὰ «ὑγιαίνη» ἔχει πολλὴν εὐρύτητα. Ἀπόλυτον ὑγείαν (κανονικήν, διοικητικήν, ἤθικην κ.λ.π. ) δὲν δυνάμεθα νὰ ζητῶμεν παρὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοὖ αὐτὴ σύγκειται ἐξ ἀτελῶν καὶ ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων. εὔκταιον θὰ ἦτο νὰ ὑγιαίνη ἐν παντί. Ἀλλ’ εἶνε τοὖτο δυνατόν; Ἄρκει λοιπὸν νὰ εἶνε ἐκκλησία Ὀρθόδοξος καὶ οὐχὶ αἱρετική. Ἔγω δὲ πολὺ ἀπέχω ἀπὸ τοὖ νὰ χαρακτηρίσω τὴν Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὡς... Αἱρετικήν!!! Ἂν ἄλλοι εἶνε εὔκολοι εἰς τὴν ἀνάληψιν τοιούτων τρομακτικῶν εὔθυνων (νὰ χαρακτηρίζωσι δηλαδὴ ὡς αἱρετικὴν μίαν Ὀρθόδοξον Τοπικὴν Ἐκκλησία), ἅς προχωρήσωσι...
12-13. Οἱ Ὀρθόδοξοι ἀναμφιβόλως δὲν πρέπει νὰ συμπροσεύχωνται ἡ ἄλλως πὼς νὰ ἔχουν θρησκευτικὴν κοινωνίαν μετὰ τῶν αἱρετικῶν (Παπικῶν, Διαμαρτυρομένων κ.λπ. ). (Τὸ αὐτὸ ἰσχύει καὶ προκειμένου περὶ σχισματικῶν). Ἂν τὶς ὅμως συμπροσεύχηται (ἡ ἄλλως πὼς κοινωνῆ) μεθ' αἱρετικῶν, εἶνε μὲν παραβάτης τῶν ἱερῶν Κανόνων καὶ ἄξιος ἐκκλησιαστικῶν ποινῶν, δὲν εἶνε ὅμως αὐτομάτως καὶ αἱρετικός. Ἐνδέχεται νὰ πιστεύη Ὀρθοδόξως, νὰ ἀποδοκιμάζη πάσαν ἐτεροδιδασκαλίαν, ἄλλα νὰ μὴ θεωρῆ κακὸν τὰς μεθ' ἑτεροδόξων θρησκευτικᾶς ἐπαφᾶς. Ὃ τοιοὖτος εἶνε, ἐπαναλαμβάνω, δεινὸς παραβάτης τῶν ἱερῶν Κανόνων, ἄλλα δὲν εἶνε αἱρετικός.
Ἂν ὅμως δὲν ἄρκηται εἰς τοὖτο, ἄλλα καὶ κηρύσση αἱρετικὰ φρονήματα, τότε ἔχει ἄλλως τὸ πράγμα. Τότε εἶνε αἱρετικός. Αἱρετικὸς δὲ εἶνε, ἒφ' ὅσον κηρύσσει αἱρετικὰ φρονήματα, ἔστω καὶ ἅν δὲν ἔχη οὐδεμίαν κοινωνίαν μετ' ἄλλων αἱρετικῶν.
Ἀλλ’ οἱ αἱρετικοὶ εἶνε δύο εἰδῶν: Ἐκεῖνοι, τοὺς ὁποίους ἡ ἐκκλησία ἐδίκασε καὶ κατεδίκασε καὶ ἀπέκοψε ἐκ τοὖ Σώματος αὐτῆς, καὶ ἐκεῖνοι, οἱ ὅποιοι οὔτε κατεδικάσθησαν ἀκόμη ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας οὔτε ἐξῆλθον αὐτοβούλως ἐξ αὐτῆς, ἄλλα διατελοὖν ἀκόμη ἐντός της ἐκκλησίας. Μία τοιαύτη περίπτωσις εἶνε ἡ περίπτωσις τοὖ Πατριάρχου. Ὃ Πατριάρχης Ἄθηναγορας ἔχει κηρύξει αἱρετικὰ φρονήματα. Οὔτε κατεδικάσθη ὅμως εἰσέτι ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας οὔτε ἀπεκήρυξεν αὐτὸς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ ἐξῆλθεν ἐξ αὐτῆς. Παραμένει καὶ ἐνεργεῖ ἐντός της ἐκκλησίας. Συνεπῶς εἶνε ἀκόμη ἀγωγὸς Χάριτος. Τελεῖ Μυστήρια. Ἠμεῖς τί δυνάμεθα νὰ πράξωμεν;
α') Νὰ προσευχώμεθα ὑπὲρ ἀνανήψεως καὶ μετανοίας αὐτοὖ.
β') Νὰ διαμαρτυρώμεθα κατ' αὐτοὖ καὶ νὰ ἀγωνιζώμεθα. Ἂν δὲ ἡ συνείδησις τινος δὲν ἀνέχηται νὰ μνημονεύη τοὖ ὀνόματος αὐτοὖ, ἔχει τὸ δικαίωμα, προβαίνων ἔτι περαιτέρω, νὰ παύση τὸ μνημόσυνον αὐτοὖ, συμφώνως τῷ ΙΕ’ Κανόνι τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Τοὖτο ὅμως εἶνε το ἔσχατον βῆμα, εἰς τὸ ὁποῖον δύναται νὰ προχώρηση, ἅν θέλη νὰ μὴ εὑρεθῆ εἰς σχίσματα καὶ εἰς ἀνταρσίας. Παύων δηλαδὴ τὸ μνημόσυνον, δὲν θὰ μνημονεύη ἑτέρου Ἐπισκόπου (ἐκτὸς ἅν πιστεύη ὅτι ὅλη ἡ ἐκκλησία ἠμῶν ἐπεσεν εἰς αἵρεση!), ἄλλα θὰ ἀναμένη, ὡς προέγραψα, ἐν τὴ «Ἐπιστολιμαία Διατριβή» μου, μετ' ἠρέμου συνειδήσεως τὴν κρίσιν Συνόδου.
Ἕτερον πρόβλημα: Οἱ παύοντες τὸ μνημόσυνον πῶς θὰ φέρωνται πρὸς τοὺς κοινωνοὖντας μετὰ τοὖ Πατριάρχου; Οἱ κοινωνοὖντες μετὰ τοὖ Πατριάρχου εἶνε δύο κατηγοριῶν: α') Οἱ ὁμόφρονες αὐτῶ (ὡς ὃ Ἀμερικῆς Ἰάκωβος, ὃ Χαλκηδόνος Μελίτων κ.λ.π. ) καὶ β') οἱ μὴ συμφωνοὖντες αὐτῶ (ὡς πάντες σχεδὸν οἱ Ἀρχιερεῖς τῆς ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος). Ἔναντι τῶν πρώτων θὰ φέρωνται ὅπως καὶ ἔναντί του Πατριάρχου. Ἔναντι ὅμως τῶν δευτέρων, ἔστω καὶ ἅν οὗτοι κοινωνοὖν μετὰ τοὖ Πατριάρχου ἡ τῶν ἄλλων, δὲν δύνανται νὰ φέρωνται ὁμοίως. Δὲν δύνανται δηλαδὴ νὰ φθάσουν μέχρι παύσεως τοὖ μνημόσυνου αὐτῶν. Δὲν ἐπιτρέπεται, κατὰ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνας, ἀποφυγή τῆς μετ' αὐτῶν κοινωνίας. Οἱ Ἱεροὶ Κανόνες παρέχουν δικαίωμα παύσεως μνημοσύνου τοὖ αἱρετικᾶς διδασκαλίας κηρύσσοντος Ἐπισκόπου ἡ Πατριάρχου. Δὲν παρέχουν ὅμως δικαίωμα παύσεως μνημοσύνου καὶ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι, Ὀρθόδοξοι ὄντες, ἀνέχονται αὐτόν.
Μεγάλη προσοχὴ εἰς τὸ σημεῖον τοὖτο! Ὀφείλομεν νὰ διακρίνωμεν μεταξὺ τῶν δύο καταστάσεων: Ἄλλο ὁ κηρύσσων αἱρετικὰ φρονήματα καὶ ἄλλο ὃ Ὀρθοδόξως φρονῶν καὶ διδάσκων, ἀλλὰ, κατ' οἰκονομίαν, ἀνεχόμενος τὸν πρῶτον καὶ κοινωνῶν μετ' αὐτοὖ.
Ἐπίσης: Ἄλλο ὃ κηρύσσων μὲν αἱρετικὰ φρονήματα, ἀλλὰ μὴ ἐξελθῶν ἐκ τῆς Ἐκκλησίας, μηδὲ ἀποκοπεῖς ὓπ' αὐτῆς, καὶ ἄλλο ὁ ἐξελθῶν αὐτοβούλως ἐκ τῆς Ἐκκλησίας (καὶ ἱδρύσας ἰδίαν «Ἐκκλησίαν» ἡ προσχωρήσας εἰς ἑτέραν τοιαύτην, αἱρετικὴν ἡ σχισματικήν), ἡ ἀποκοπεῖς ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας, κατόπιν δίκης καὶ καταδίκης. Μετὰ τοὖ δευτέρου πᾶς Ὀρθόδοξος ὀφείλει νὰ μὴ ἔχη οὐδεμίαν κοινωνίαν. Ἡ μετὰ τοὖ πρώτου ὅμως κοινωνία (μέχρι τῆς καταδίκης αὐτοὖ) ἀφίεται ὑπὸ τῶν ἱερῶν Κανόνων εἰς τὴν ἐλευθέραν κρίσιν ἑκάστου Ὀρθοδόξου πιστοὖ.
Ἔχομεν δηλαδὴ δικαίωμα, παρεχόμενον ὑπὸ τῶν Ἱερῶν Κανόνων, νὰ παύσωμεν τὸ μνημόσυνον αὐτοὖ, δὲν εἴμεθα ὅμως ὑποχρεωμένοι νὰ πράξωμεν οὕτω. Κατ' ἀκολουθίαν, ἅν τίς, χρησιμοποιῶν τὸ δικαίωμα αὐτοὖ, παύση τὸ μνημόσυνον, καλῶς ποιεῖ καὶ δὲν πρέπει νὰ ἐλέγχηται ὑπὸ τῶν ἄλλων. Ἂν ἕτερος, σταθμίζων διαφόρους παράγοντας, κρίνη ὅτι δὲν πρέπει νὰ χρησιμοποιήση τὸ κανονικὸν δικαίωμα αὐτοὖ, ἄλλα νὰ ἀναμένη τὴν «Συνοδικὴν διάγνωσιν», δὲν εἶνε ἀξιόμεμπτος, οὔτε, πολλῶ μᾶλλον, ἄξιος ἀκοινωνησίας! Ἐν τῷ σημείω τούτω δύναται τὶς νὰ ἐφαρμόση, προσηρμοσμένους πῶς, τοὺς λόγους τοὖ Παύλου: «Ὁ μνημονεύων τὸν μὴ μνημονεύοντα μὴ ἐξουθενείτω καὶ «ὁ μὴ μνημονεύων τὸν μνημονεύοντα μὴ κρινέτω» (βλέπε Ρωμαίους Ἰδ' 3).Τότε, θὰ εἴπης, ποῖον τὸ κέρδος ἠμῶν ἐκ τῆς ἀποφυγῆς του μνημοσύνου τοὖ Πατριάρχου, ἀφοὖ θὰ ἔχωμεν κοινωνίαν μετὰ τοὖ Ἐπισκόπου Δρυϊνουπόλεως π. χ. , ὁ ὁποῖος μνημονεύει τοὖ Πατριάρχου; Δὲν μολυνόμεθα οὕτω, κοινωνοὖντες ἐμμέσως τῷ κηρύσσοντι αἱρετικὰ φρονήματα;
Ἀλλ’ ἡ διακοπὴ τοὖ μνημοσύνου, «πρὸ Συνοδικῆς διαγνώσεως» καὶ καταδίκης, δὲν ἔχει τὴν ἔννοιαν ἀποφυγῆς μολυσμοὺ ἐκ τῆς κηρυττομένης αἱρέσεως! Ὄχι, ἀδελφέ μου! Ἂν εἶχεν αὐτὴν τὴν ἔννοιαν, τότε οἱ Κανόνες δὲν θὰ παρεῖχον ἁπλῶς δικαίωμα παύσεως μνημόσυνου δι’ αἵρεσιν «πρὸ Συνοδικῆς διαγνώσεως», ἀλλά θὰ ἐθέσπιζον ρητὴν καὶ σαφῆ ὑποχρέωσιν μετ' ἀπειλῆς βαρυτάτων ποινῶν ἐν ἐναντία περιπτώσει.
Ἡ διακοπὴ μνημόσυνου δι’ αἵρεσιν «πρὸ Συνοδικῆς διαγνώσεως» ἔχει ἄλλην ἔννοιαν. Ἀποτελεῖ ἔντονον, ἄλλα καὶ ἐσχάτην διαμαρτυρίαν τῆς Ὀρθοδόξου συνειδήσεως, παρέχει μίαν διέξοδον διὰ τοὺς σκανδαλιζομένους, ἅμα δὲ καὶ σκοπεῖ εἰς τὴν δημιουργίαν ἀναταραχῆς, ὥστε ἡ ἐκκλησία νὰ ἐπισπεύση τὴν ἐκκαθάρισιν τῆς καταστάσεως.
Δὲν ὑπάρχει κίνδυνος νά... μολυνθῶμεν, οὔτε μνημονεύοντες τοὖ Πατριάρχου (ἐφ' ὅσον ἀκόμη δὲν κατεδικάσθη), οὔτε, πολλῶ μᾶλλον, δεχόμενοι εἰς κοινωνίαν τοὺς μνημονεύοντας αὐτοὖ. Τὰ ἀντιθέτως λεγόμενα εἶνε ἀνόητοι «ζηλωτισμοί».
Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων δὲν ἐμολύνθη καίτοι ἔλαβε χειροτονίαν ἐπισκοπικὴν παρὰ τοὖ Μητροπολίτου Καισαρείας Ἀκακίου, ὁ ὁποῖος ἦτο μὲν δεδηλωμένος ἀρειανὸς (καὶ μάλιστα ἀρχηγὸς μίας μερίδος τῶν ἀρειανῶν), ἀλλ’ ἀκόμη διετέλει καὶ ἐνήργει ἐντός της Ἐκκλησίας. Ὁ ἅγιος ἀνατόλιος ἐχειροτονήθη καὶ αὐτὸς ἐπίσκοπος (καὶ μάλιστα Πατριάρχης Κῶν/πόλεως) παρὰ τοὖ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Διοσκόρου, ὁ ὁποῖος ἦτο μὲν μονοφυσίτης καὶ μέγας προστάτης τοὖ αἱρεσιάρχου Εὐτυχοὖς, ἀλλὰ δὲν εἶχεν ἀκόμη καταδικασθῆ ὑπὸ τῆς Δ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἂν λοιπὸν δὲν μολύνη οὕδ' αὔτη ἡ χειροτονία παρ' Ἐπισκόπων, κηρυσσόντων μὲν αἱρετικὰ φρονήματα, ἀλλὰ μήπω Συνοδικῶς καταδικασθέντων, παραμενόντων δ' ἀκόμη ἐντός της Ἐκκλησίας, πολλῶ μᾶλλον δὲν μολύνει τὸ μνημόσυνον αὐτῶν καὶ ἀκόμη περισσότερον δὲν μολύνει ἡ κοινωνία μετὰ προσώπων ἀνεχομένων οἰκονομικῶς αὐτοὺς καὶ διατηρούντων τὸ μνημόσυνον αὐτῶν.
Οἱ Παλαιοημερολογίται, «μὴ νοοὖντες μήτε ἃ λέγουσι μήτε περὶ τίνων διαβεβαιοὖνται», ἰσχυρίζονται τὰ ὅλως ἀντίθετα (Ὅρα καὶ βιβλίον Θεοδωρήτου Μαύρου). Ἀλλὰ τότε καὶ αὐτοὶ οἱ ταλαίπωροι εἶνε μεμολυσμένοι. Διατί; Διότι, ὡς προεῖπον, καὶ αὐτοί, παρὰ τὰς θεωρητικᾶς διακηρύξεις αὐτῶν, ἢ μᾶλλον, ἐν κραυγαλέα καὶ τραγικὴ ἀντιθέσει πρὸς αὐτᾶς, δέχονται ἐν τὴ πράξει εἰς κοινωνίαν (συμπροσευχὴν καὶ παροχὴν Μυστηρίων) πρόσωπα ἀνήκοντα εἰς τὴν ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος, ἤτις ἔχει κοινωνίαν μετὰ τοὖ Πατριάρχου! Ὁπότε;;;
Ἂν ἤθελον νὰ εἶνε συνεπεῖς, ἔπρεπε νὰ μὴ δέχωνται οὔτε ἐν μέλος τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας νὰ ἐκκλησιασθῆ (ἥ, πολλῶ μᾶλλον, νὰ ἐξομολογηθῆ ἢ νὰ κοινωνήση) παρ' αὐτοὶς, ἅν προηγουμένως δὲν ἐδήλου τοὖτο ὅτι ἀποχωρεῖ ἐκ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ προσχωρεῖ ἐν μετάνοια εἰς αὐτούς. Αὐτοὶ ὅμως, ἀδεῶς καὶ ἀδιστάκτως, συνεκκλησιάζονται, συμπροσεύχονται καὶ συμμετέχουν Μυστηρίων μετὰ πλήθους Νεοημερολογιτῶν ἐν τοῖς Παλαιοημερολογιτικοῖς Ναοῖς καὶ μάλιστα τοῖς τοιούτοις ἐνίων Ἡσυχαστηρίων.
Εἶνε αὐτὰ πράγματα ἠθικῆς συνεπείας; Εἶνε πράγματα ἠθικῶς ἐπιτετραμμένα; Εἶνε πράγματα κανονικῶς δεκτά; Εἶνε, ἐπὶ τέλους, πράγματα τίμια; θὰ εἰποὖν ἴσως, ὅτι πράττουν τοὖτο κατ' οἰκονομίαν. Ἄλλα τότε διατὶ νὰ δημιουργῶμεν σχίσματα καὶ διαιρέσεις καὶ κατατμήσεις καὶ πληγᾶς εἰς τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας; Ἂν πρόκειται, μεταβαίνων τὶς εἰς τοὺς Παλαιοημερολογίτας, νὰ συμπροσεύχηται καὶ πάλιν μετὰ τῶν κοινωνούντων τῷ Πατριάρχη, διατὶ νὰ μὴ μείνη ἐν τὴ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἀνεχόμενος, κατ' οἰκονομίαν, καὶ τὸν Πατριάρχην καὶ τοὺς ὁμόφρονας αὐτῶ; Οὕτω μάλιστα θὰ ἀνέχηται οἰκονομικῶς μίαν αἵρεσιν: Τὸν οἰκουμενισμόν. Ἐνῶ, μεταβαίνων εἰς τοὺς Παλαιοημερολογίτας, θὰ ἀνέχηται δύο. Τὸν οἰκουμενισμὸν (ἒφ' ὅσον οἱ Παλαιοημερολογὶται συμπροσεύχονται μετὰ Νεοημερολογιτῶν, κοινωνούντων τῷ οἰκουμενιστὴ Πατριάρχη,) καὶ τὸν Ἑλληνικὸν Παλαιοημερολογιτισμόν, κηρύσσοντα τὴν αἵρεσιν ὅτι τὰ ἡμερολόγια καὶ τὰ ἑορτολόγια εἶνε ὄροι σωτηρίας!...
Λέγω «Ἑλληνικὸν Παλαιοημερολογιτισμόν», διότι δὲν προτίθεμαι νὰ καταδικάσω αὐτὸ τοὖτο τὸ παλαιὸν ἡμερολόγιον, ὅπερ ἀκολουθοὖν τόσαι Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι, ἀλλά τὰς αἱρετικάς ὑπερβολάς εἰς τὰς ὁποίας ἀφρόνως κατήντησαν οἱ Ἕλληνες Παλαιοημερολογὶται. Δι’ αὐτὸ δέ, πλὴν ἄλλων λόγων, φοβοὖμαι καὶ τρέμω διὰ τὰς ἀνταρσίας καὶ τὰ σχίσματα. Ὁ κλῆρος τῶν περισσοτέρων αὐτὸς εἶνε: Τελικῶς καταντοὖν εἰς ὑποστήριξιν θέσεων αὐτόχρημα αἱρετικῶν!Ταὖτα, πολυφίλητε π. Νικόδημε, εἶχον γράψαι σοὶ τὲ καὶ τὴ ἱερὰ καὶ θεοφιλεῖ Συνοδεία σου. Ἔγραψα δ' ἐκ πολλῆς θλίψεως καὶ συνοχῆς καρδίας» (Β΄ Κορινθίους Β΄ 4). Ἡ ὅλη κατάστασις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶνε σήμερον λίαν θλιβερά. Ἴσως τελικῶς δὲν θὰ ἀποτραποὖν μεγάλαι περιπέτειαι.
Πρόσχωμεν! Ἐν ταπεινώσει, ἐν προσευχή, ἐν νηστεία, ἐν κατανύξει, ζητήσωμεν παρὰ τοὖ Κυρίου φωτισμὸν πῶς δεῖ ἠμᾶς περιπατῆσαι ἐν τοῖς ἐπερχομένοις. Διπλοὺς ὁ κίνδυνος τῆς Ἐκκλησίας: Ἔνθεν ὁ σατανοκίνητος Οἰκουμενισμὸς καὶ ἐκεῖθεν ὁ ψυχώλεθρος φανατισμός, ὁ ὀδηγῶν τελικῶς εἰς φρικαλέας βλασφημίας καὶ αἱρέσεις καὶ ἐπισκοτίζων τὴν ἀλήθειαν. Υοβηθῶμεν ἀμφότερα καὶ ἀμφότερα φύγωμεν. Οὐκ ἐκκλινοὖμεν οὔτε δεξιὰ οὔτε ἀριστερά. Μέση καὶ βασιλικὴ ὀδῶ πορευσόμεθα. Αὔτη δ' ἐστίν ἡ τῆς ἀκηράτου Ὀρθοδοξίας ὁδός, ἤτις καὶ ἀκριβείας φύλαξιν οἶδε καὶ οἰκονομίας ἐπίδειξιν οὐκ ἀγνοεῖ. Χαῖρε, ἀδελφέ. Καὶ πάλιν ἐρῶ, χαῖρε! Χαῖρε, ἐν μέσω πάσης θλίψεως καὶ πάσης ὀδύνης. Ἰησοὖς γὰρ «παρεδόθη διὰ τὰς ἁμαρτίας ἠμῶν καὶ ἠγέρθη διὰ τὴν δικαίωσιν ἠμῶν» (Ρωμαίους Δ' 25).
Δεήθητε δὲ πάντες ἐκτενῶς καὶ ὑπὲρ τῆς ἐμῆς ἀθλιότητος, ὅτι ἐν ποικίλω ἀγῶνί εἰμι. Ἐν παντὶ θλίβομαι. «Ἔξωθεν μάχαι, ἔσωθεν φόβοι» (Β΄ Κορινθίους Ζ’ 5. Ἴδε ἑρμηνείαν Π. Τρεμπέλα).
Πρόθυμος πάντοτε διὰ πάσαν ἐξυπηρέτησιν καὶ ἐπικαλούμενος πάντων ὑμῶν τὰς εὐχάς, διατελῶ μετὰ βαθείας ἐν Χριστῷ Ἰησοὖ τῷ Κυρίω ἠμῶν ἀγάπης καὶ τιμῆς.
Ε1.
Χρόνος συγγραφής: 23/11/1969
Χρόνος δημοσίευσης: -
Έντυπο δημοσίευσης: -
Παραλήπτης: Μον. Θεοδώρητος Μαύρος
Τίτλος: Ζηλωτικών Ακροτήτων Έλεγχος
Σειρά επιστολής στο β’ μέρος του βιβλίου:
6
Αριθμοί σελίδων αποσπάσματος: 97-99
Περίληψη:
Η αποδεδειγμένη αξιοσημείωτη οικονομία που έχει ασκήσει ή ασκεί η Εκκλησία,
ακόμη και έναντι εκκλησιαστικών προσώπων που κατέστησαν φορείς κακοδοξιών.
Συγχέεις
δεινώς τα πράγματα, αγαπητέ. Άλλο πράγμα το να υιοθετήσει η Εκκλησία, χάριν
οικονομίας, ετεροδιδασκαλίαν τινά και να περιλάβη αυτήν εις τα δόγματα αυτής ως
αλήθειαν και τελείως άλλο πράγμα η επίδειξις ανοχής προς πρόσωπα κακοδοξούντα και ετεροδιδασκαλούντα. Το πρώτον είναι
αδιανόητον και ουδέποτε εγένετο, ούτε ήτο δυνατόν να γένηται, εφ’ όσον η
Εκκλησία είναι «στύλος και εδραίωμα της αληθείας» και ουχί ταμείον πλανών και
αιρέσεων. Το δεύτερον όμως, η επίδειξις δηλαδή ανοχής προς πρόσωπα
κακοδοξούντα, πολλάκις εγένετο.
Ερωτάς «πόθεν
αρύομαι την πληροφορίαν»; Εκ της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, φίλτατε! Μελέτησον
καλώς και θα ίδης αν η Εκκλησία γνωρίζει ή όχι «χρονικά όρια αναμονής». Είναι
έξω της αληθείας το γραφέν εν τη επιστολική μου πραγματεία ότι η Εκκλησία,
οικονομία χρωμένη, ηνείχετο επί αιώνας τους κακοδοξούντας Λατίνους; Υπήρξαν
μάλιστα και περιπτώσεις, καθ’ ας η ανοχή δεν υπήρξε καιρική αλλά μόνιμος. Η
Εκκλησία, π. Θεοδώρητε, είναι Βασίλειον Χάριτος και ουχί αυτόφωρον
Πλημμελειοδικείον, ούτε έκτακτον Στρατοδικείον. Ως τοιαύτη δε βλέπει πολύ
μακράν και εξετάζει, πριν αποφασίση, πολλούς παράγοντας.
Θέλεις
παράδειγμα; Δεν αγνοείς την περίπτωσιν του Αυγουστίνου. Η περί «απολύτου
προορισμού» διδασκαλία αυτού είναι όλως κακόδοξος, αύτη δε δεν είναι η μόνη
απαντώσα παρ’ αυτώ κακοδοξία. Και όμως! Η Εκκλησία, λαβούσα πολλούς παράγοντας
υπ’ όψιν, ουδέποτε κατεδίκασεν αυτόν, καίτοι έκτοτε παρήλθον 15 όλοι αιώνες.
Εάν έζης τότε και έβλεπες την έναντι των κακοδοξιών του Αυγουστίνου ανοχήν της
Εκκλησίας, θα απεκήρυττες αυτήν και θα εξήρχεσο εξ αυτής. Σήμερον θα εύρης και
θα παρατάξης πολλάς δικαιολογίας διά την στάσιν αυτήν της Εκκλησίας, αλλά
ήθελον να έζης τότε…
Θέλεις δε
να μάθης και μία άλλην θαυμαστήν περίπτωσιν οικονομίας, ην αναφέρει ο Μ.
Αθανάσιος εις την προς Ρουφινιανόν επιστολήν αυτού; Άκουσον και φρίξον την της
Εκκλησίας «άφατον μακροθυμίαν» και επιείκειαν:
Μετά την
κατάπαυσιν της Αρειανής βίας εγένετο πολλαχού Σύνοδοι Ορθοδόξων Επισκόπων.
Ενώπιον αυτών παρουσιάσθησαν ως υπόδικοι
Επίσκοποι και άλλοι κληρικοί, οίτινες είχον προηγουμένως προσχωρήσει εις την
αίρεσιν του Αρείου, ήδη δε μετενόουν. Τινές εκ τούτων προέβαλον την εξής
δικαιολογίαν της συμπεριφοράς αυτών: Ημείς,
είπον, δεν είμεθα ομόφρονες του Αρείου. Όχι! Αλλ’ εσκέφθημεν ότι αν
αντιταχθώμεν, θα εξορισθώμεν ημείς και θα έλθωσιν εις τους θρόνους ημών άλλοι,
πράγματι Αρειανοί, οίτινες θα αποβώσιν ολετήρες της Εκκλησίας. Δι’ αυτό λοιπόν
απεφασίσαμεν να αποδεχθώμεν την αίρεσιν και να υποκριθώμεν ότι και ημείς
φρονούμεν τα του Αρείου, ώστε να αποτραπή ο ως άνω κίνδυνος.
Αληθώς
τερατώδης οικονομία, αγαπητέ π. Θεοδώρητε! Άκουσον όμως και την συνεχειαν:
Αι Σύνοδοι, οικονομίαν επιδειξάμεναι, δεν απεδοκίμασαν την γενομένη
τερατώδη όντως οικονομίαν ταύτην. Εκείνους τους Επισκόπους, οίτινες δεν ήσαν
αρχηγοί και πρωτοστάται εις την αίρεσιν, αλλ’ απλώς υπέγραψαν αιρετικάς
ομολογίας, ου μόνον εδέχθησαν πάλιν εις τους κόλπους της Εκκλησίας, αλλά και
ετοποθετήθησαν εις Επισκοπάς!
Ταύτα, αγαπητέ π. Θεοδώρητε, έπραξαν αι Σύνοδοι. Ο δε αναφέρων ταύτα Μ.
Αθανάσιος συμφωνεί προς τα γενόμενα και υιοθετεί αυτά, προτρέπει δε τον εν
πνεύματι υιόν και συλλειτουργόν αυτού Ρουφινιανόν όπως και αυτός αποδέξηται και
εφαρμόση τα αποφασισθέντα και μη μεμφθή τας Συνόδους ως λίαν υποχωρητικάς.
Προτρέπει δ’ ακόμη αυτόν όπως γνωστοποιήση τας αποφάσεις εις τον υπ’ αυτόν
Κλήρον και Λαόν, ώστε και αυτοί να μάθωσιν τα πράγματα και να μη εκτοξεύουσι
κατηγορίας κατ’ αυτού (του Ρουφινιανού) ως υπεράγαν ενδοτικού προς τους
αιρετικούς.
Ε2.
Από την ίδια ως άνω επιστολή
Αριθμοί σελίδων αποσπάσματος: 102
Περίληψη: Η Εκκλησία ανά την υφήλιο
κοινωνεί πλήρως με την Εκκλησία της Ελλάδος και όχι με τους παλιοημερολογίτες,
επομένως δεν είναι σχισματική η Εκκλησία της Ελλάδος, αλλά σχισματικοί οι αυτοαποκομμένοι παλιοημερολογίτες.
Αγαπητέ π.
Θεοδώρητε, διατί ποιείς στρεψόδικον μετάθεσιν του ζητήματος; Το ζήτημα δεν
είναι αν καλώς ή κακώς εγένετο η ημερολογιακή μεταρρύθμισις (κακώς εγένετο),
αλλ’ αν επετρέπετο η διά το ημερολόγιον απόσχισις από της Ελλαδικής Εκκλησίας,
εφόσον «η ανά την Οικουμένην Ορθόδοξος Εκκλησία» (χρησιμοποιώ τας φράσεις σου)
δεν απεκήρυξε την Εκκλησίαν της Ελλάδος δια την γενομένην μεταρρύθμισιν, αλλά
συνέχισε να κοινωνή αδελφικώτατα μετ’ αυτής. Ουδείς διενοήθη να καταδικάση τους
Παλαιοημερολογίτας επί παλαιοημερολογιτισμώ. Θα ήτο τότε ως να κατεδίκαζε τόσας
και τόσας τοπικάς Εκκλησίας, ακολουθούσας τω παλαιώ ημερολογίω. Το σφάλμα των
αγαπητών Παλαιοημερολογιτών δεν ήτο η εμμονή εις το παλαιόν ημερολόγιον·
ηδύναντο να εμμείνωσιν εις αυτό, επικαλούμενοι το παράδειγμα των άλλων
Εκκλησίων. Το σφάλμα αυτών ήτο ότι, αγνοήσαντες και περιφρονήσαντες την εν
προκειμένω στάσιν της ανά την οικουμένην Ορθοδόξου Εκκλησίας, απεκήρυξαν αυτοί
ως σχισματικήν την Ελλαδικήν Εκκλησίαν και απεκόπησαν εξ αυτής, αποβάντες ούτως
ΥΠΕΡεκκλησία. Και ερωτώ λοιπόν: Εφόσον σύμπασα η ανά την οικουμένην Ορθόδοξος
Εκκλησία δεν απέκοψεν από του Σώματος αυτής την Εκκλησίαν της Ελλάδος, παρά την
γενομένη μεταρρύθμισιν, «ποιος εκ των δύο ευρίσκεται εν αρμονία με την έννοιαν
της Εκκλησίας» (χρησιμοποιώ και πάλιν τας φράσεις σου), οι συνεχίσαντες την
κοινωνίαν προς την Ελλαδικήν Εκκλησίαν ή οι αποκοπέντες εξ αυτής;
Φέρε μοι
καταδίκην της Ελλαδικής Εκκλησίας παρά των άλλων Εκκλησιών (έστω και έμμεσον,
δηλαδή διακοπήν της κοινωνίας) δια την ημερολογιακήν μεταβολήν και τότε εγώ
γίνομαι πάραυτα Παλαιοημερολογίτης. Δεν δύνασθε τούτο υμείς οι
Παλαιοημερολογίται; Τότε αποδέξασθε, επόμενοι τη πράξει της καθόλου Ορθοδόξου
Εκκλησίας, την κανονικήν κοινωνίαν μετά της Εκκλησίας της Ελλάδος, και τότε
πάλιν γίνομαι και εγώ Παλαιοημερολογίτης.
Τούτων μη γενομένων, πως δύναμαι να διακόψω την μετά της Εκκλησίας της
Ελλάδος κοινωνίαν, αποκοπτόμενος ούτω από της καθόλου Ορθοδόξου Εκκλησίας, ήτις
κοινωνεί τη Εκκλησία της Ελλάδος; Όχι, αδελφέ! Εγώ δεν διενοήθην να υποκαταστήσω
την Ορθόδοξον Καθολικήν Εκκλησίαν! Ούτε επίστευσα ποτέ ότι η ανά την Οικουμένην
Ορθόδοξος Εκκλησία κατεπόθη υπό της πλάνης, ώστε να δύναμαι να αδιαφορήσω δια
το τι πράττει αύτη και μετά ποιών κοινωνεί.
Στ1.
Χρόνος συγγραφής: 6/5/1980
Χρόνος
δημοσίευσης: 16/5/1980
Έντυπο δημοσίευσης: «Ορθόδοξος Τύπος»
Παραλήπτης: Μον. Νικόδημος αγιορείτικης
συνοδείας π. Εφραίμ
Τίτλος: Αναγκαίαι τινές Διευκρινίσεις και
Συμπληρώσεις
Σειρά επιστολής στο β’ μέρος του βιβλίου:
18
Αριθμοί σελίδων αποσπάσματος: 183-184
Περίληψη: δεν σώζουν τα εορτολόγια.
Τρίτος αναγνώστης, και αυτός «ζηλωτής», παρετήρησεν
ότι η μεταβολή του ημερολογίου «ενέχει και δογματικήν σημασίαν», παρεβίασε «το
δόγμα της ενότητος της Εκκλησίας», ανέτρεψε «το άρθρον του Συμβόλου, το λέγον “πιστεύω
ες Μίαν… Εκκλησίαν”, διότι διά της αλλαγής του Ημερολογίου η Μία Εκκλησία
διεσπάσθη εις… δύο, μιαν Παλαιοημερολογίτικην και μίαν Νεοημερολογίτικην».
Ο ισχυρισμός αυτός, ο δυστυχώς χιλιοειπωμένος, αλλά
και συνεχώς επαναλαμβανόμενος, είναι κυριολεκτικώς «άνω ποταμών».
Η ενότης της Εκκλησίας έγκειται εις την αυτήν
πίστιν και την κοινωνίαν των αυτών Μυστηρίων, ουχί δε και εις την ομοιομορφίαν
περί την λατρείαν ή την διοίκησιν. Εάν η περί την λατρείαν (εορταί, νηστείαι
κτλ) ομοιομορφία ήτο συστατικόν της ενότητος της Εκκλησίας, τότε η Εκκλησία
ουδέποτε υπήρξε «Μία». Κατά τους τέσσαρας πρώτους αιώνας, ως είναι πασίγνωστον,
ουδ’ αύτη η εορτή του Πάσχα ετελείτο πανταχού τη αυτή ημέρα. Επί τέσσαρας
λοιπόν αιώνας η Εκκλησία δεν ήτο «Μία»; Επί τέσσαρας λοιπόν αιώνας το δόγμα εις
«Μίαν Εκκλησίαν» ήτο… κατηργημένον; Αλλ’ είχε και επ’ αυτού… βαρύγδουπον
απάντησιν ο αφελής «ζηλωτής»: «Ήλθον όμως αι Οικουμενικαί Σύνοδοι και ερύθμισαν
τα πάντα. Εορτάς, νηστείας, τυπικάς διατάξεις κτλ. Έκτοτε ουδεμία παρέκκλισις
από των θεσπισθέντων επιτρέπεται…».
Τα συστατικά ενός πράγματος συνυπάρχουσι μετ’ αυτού
από της πρώτης στιγμής. Εάν λοιπόν η περί την λατρείαν αρμονία ήτο συστατικόν
της ενότητος της Εκκλησίας, έπρεπεν αύτη να υπάρχη από της στιγμής της ιδρύσεως
της Εκκλησίας. Θα ήτο τερατώδης παραλογισμός να είπωμεν ότι η
λατρευτική αρμονία δεν ήτο συστατικό της ενότητος της Εκκλησίας απ’ αρχής,
απέβη όμως μεταγενεστέρως! Θα ήτο ως να λέγομεν ότι το αίμα δεν
είναι συστατικό του ανθρωπίνου οργανισμού από του σχηματισμού αυτού εντός της
μητρικής κοιλίας, αλλ’ αποβαίνει τοιούτον από του… δεκάτου έτους της ηλικίας
αυτού! Τις όμως είπε ποτέ τοιαύτας τερατολογίας;
Αι Οικουμενικαί Σύνοδοι παν άλλο ή πάσας τας εορτάς
καθώρισαν. Πλην της εορτής του Πάσχα ουδεμία άλλη εορτή καθωρίσθη υπό
Οικουμενικής Συνόδου. Αι λοιπαί εορταί διεμορφούντο ελευθέρως, και κατά
συνέπειαν διαφόρως, εν εκάστω τόπω, ως και άλλοτε αλλαχού εγράψαμεν. Ούτω πχ η
Δύσις εώρταζε την Γέννησιν του Κυρίου τη 25η Δεκεμβρίου, ενώ η
Ανατολή, μέχρι της εποχής του ιερού Χρυσοστόμου, συνεώρταζε αυτήν μετά των
Θεοφανίων τη 6η Ιανουαρίου (Β. Στεφανίδης, «Εκκλησιαστική
Ιστορία», σελ. 287-288). Η Ανατολή είχεν εορτήν της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος,
ενώ η Δύσις εστερείτο αυτής επί αιώνας (αυτόθι, σελ. 288). Η Ανατολή εώρταζεν
επί μακρόν τους Αγίους Αποστόλους, Πέτρον και Παύλον, τη 28η Δεκεμβρίου,
ενώ η Δύσις εώρταζεν αυτούς τη 29η Ιουνίου (αυτόθι, σελ. 289).
Ταύτα ενδεικτικώς, διότι υπάρχει σωρεία περιπτώσεων. Ουδέποτε λοιπόν η Εκκλησία
εθεώρησεν ως συστατικόν της εαυτής ενότητος την περί την λατρείαν ομοιομορφίαν!
Δι’ αυτών βεβαίως δεν εννοώ ότι η λατρευτική αρμονία δεν είναι τι το καλόν και
το ευκταίον. Παν τουναντίον! Άλλο όμως αυτό και άλλο να ανάγωμεν ταύτην εις
δόγμα Πίστεως, εις όρον σωτηρίας. Τούτο αποτελεί αίρεσιν!.
Και μετά τας Οικουμενικάς Συνόδους συνεχίσθη εν τη
Εκκλησία αδιακόπως η ποικιλία εν τη λατρεία και τη διοικήσει. Πρόχειρον
παράδειγμα λατρευτικής διαφοράς, η εορτή της αγίας Αικατερίνης. Τόσον σήμερον,
όσον και προ της μεταβολής του ημερολογίου, η εορτή αύτη άγεται παρ’
ημίν μεν τη 25η Νοεμβρίου, παρά πάσαις δε ταις Σλαυικαίς
Εκκλησίαις κατά μίαν ημέραν ενωρίτερον, ήτοι τη 24η Νοεμβρίου.
Λοιπόν; Θα ισχυρισθώμεν ότι και προ της αλλαγής του Ημερολογίου είχε ανατραπεί
το δόγμα της ενότητος της Εκκλησίας, αφού υπήρχεν εορτολογικός «διχασμός» των
πιστών, των μεν τιμώντων σήμερον, των δε τιμώντων τη επαύριον, την Αγίαν
Αικατερίναν; Είναι σοβαρά πράγματα αυτά;
Στ2.
από την ίδια ως άνω επιστολή
από την ίδια ως άνω επιστολή
Αριθμοί σελίδων αποσπάσματος: 186
Περίληψη: Οικουμενική σύνοδος εξομοιώνει
τους αντισυνάγοντες του επισκόπου ή τους σχίζοντες την Εκκλησία με τους
αιρετικούς.
'Όσοι εκ των ημετέρων θεωρούσι τας ακρότητας των «ζηλωτών» ως μικράς τινάς και ασημάντους παρεκκλίσεις, φέρονται αγνοούντες ή
λησμονούντες εν μεγίστης βαρύτητος γεγονός: Ότι υπό μιας ολοκλήρου Οικουμενικής
Συνόδου (Κανών 6 της Β') οι «αποσχίσαντες και αντισυνάγοντες τοις κανονικοίς
επισκόποις» της Εκκλησίας, εξομοιούνται και εξισούνται, ούτε ολίγον ούτε πολύ,
προς τους αιρετικούς (Βλ. και «Δογματική» Χρ. Ανδρούτσου, σελ. 276).
Ζ.
Χρόνος συγγραφής: δεν αναφέρεται
Χρόνος
δημοσίευσης: 22/11/1985
Έντυπο δημοσίευσης: «Ορθόδοξος Τύπος»
Παραλήπτης: πάντες ενδιαφερόμενοι
Τίτλος: Περί την Νηστείαν των Αγίων
Αποστόλων
Σειρά επιστολής στο β’ μέρος του βιβλίου:
24
Αριθμοί σελίδων αποσπάσματος: 216-220
Περίληψη: Εάν η αλλαγή ή σύντμηση της
οιασδήποτε νηστείας είναι αιτία χωρισμού από την Εκκλησία, η Εκκλησία θα είχε
αυτοκαταργηθεί εδώ και πολλούς αιώνες, ενώ γνωστοί άγιοι θα έπρεπε να έχουν
αποκηρυχθεί από όσους πιστούς σκανδαλίζονται από αλλαγές νηστειών.
Νεαρὸς θεολόγος, λαβὼν
ἀφορμὴν ἐκ τῆς ἀρξαμένης νηστείας τῶν Χριστουγέννων, ἠρώτησεν ἠμᾶς περί τῆς
γενομένης, διὰ τῆς ἀλλαγῆς τοῦ Ἡμερολογίου, συντμήσεως τῆς νηστείας τῶν ἁγίων
Ἀποστόλων. Συγκεκριμένως τὸ ἐρώτημα ἦτο: «Ἐπετρέπετο ὁ ἐπελθών, διὰ τῆς
διορθώσεως τοῦ Ἠμερολογίου, περιορισμὸς τής νηστείας τῶν ἁγίων Ἀποστόλων; Καὶ ὁ
περιορισμὸς οὗτος, ὁ ὁποῖος ἐνίοτε φθάνει μέχρι καταργήσεως τῆς νηστείας, μήπως
ἀποτελεῖ δικαιολογίαν διὰ τὴν στάσιν τῶν Παλαιοημερολογιτῶν;»
Ἐπειδὴ ἡ δοθεῖσα
ἀπάντησις ἔχει γενικώτερον ἐνδιαφέρον, κρίνομεν σκόπιμον νὰ καταχωρίσωμεν αὐτὴν
εἰς τὰς στήλας τοῦ «Ὀρθοδόξου Τύπου» ἐπὶ τῇ ελπίδι ὅτι θὰ ωφελήσῃ
καλοπροαιρέτους ψυχάς. Λοιπόν: Εἶνε ἀληθὲς ὅτι ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ διορθωμένου
Ἰουλιανοῦ (καὶ ὄχι τοῦ Γρηγοριανοῦ(*1), ὡς ἰσχυρίζονται τινές ἀμαθεῖς ἤ
κακόπιστοι) Ἡμερολογίου εἱς τὴν Ἐκκλησίαν μας περιώρισε κατὰ δέκα τρεῖς ἡμέρας
τὴν νηστείαν τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, ἐνίοτε δέ ὅταν τὸ Πάσχα εἶναι ὄψιμον, τὴν
ἐξαφανίζει τελείως. Τοῦτο ὅμως πολύ άπέχει ἀπὸ τοῦ νἀ δικαιολογῆ τὴν ἀνταρσίαν
τῶν Παλαιοημερολογιτῶν κατὰ τῆς Ἐκκλησία. Ἐὰν ἤθελον νὰ κρατήσουν τὸ Παλαιὸν
Ἡμερολόγιον, διατηροῦντες ἐν ταυτῶ καὶ τὴν κανονικὴν κοινωνίαν μετὰ τῆς Ἐκκλησίας
οὐδεὶς ὁ ἀντιλέγων. Αὐτό ἄλλωστε, ἔπραξε τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ποῖος τὸ κατέκρινεν; Ὁ
περιορισμὸς τῆς νηστείας τῶν ἀγίων Ἀποστόλων (ἡ ὁποία, σημειωτέον, ὑπὸ οὐδεμιᾶς
Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐνομοθετήθη, ἀλλ᾿ ἁπλῶς καθιερώθη παλαιόθεν ἐν τῆ πράξει,
ὡς τοιαύτη δὲ εἶνε σεβαστὴ ἀναμφιβόλως) δὲν ἐγένετο ὑπὸ τοῦ α΄ ἤ β΄ ἀτόμου,
λαϊκού ἤ Κληρικοῦ, ἀλλ᾿ ἐγένετο ἐπισήμως ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας διὰ τῆς αποδοχῆς τῆς
διορθώσεως τοῦ Ἡμερολογίου. Αἱ ἄλλαι δὲ Ἐκκλησίαι, αί ἐμμεἰνασαι ἐν τῷ Παλαιῶ
Ἡμερολογίῳ, δὲν διέκοψαν τὴν μετὰ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἤ τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Κωνσταντινουπόλεως κοινωνίαν παρὰ τὴν (κακῶς γενομένην, ὡς ἔχομεν πλειστάκις
γράψει) ἀλλαγὴν τοῦἩμερολογίου καί τὸν ἐκ ταύτης προελθόντα περιορισμὸν τῆς
νηστείας τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, ἀλλὰ συνὲχισαν τὰς μετ᾿ αὐτῆς κανονικὰς σχέσεις.
Κατόπι τῶν ὡς ἄνω, ποῖος ἔχει δικαίωμα νὰ διαρρηγνύῃ τοὺς μετὰ τῆς Ἐκκλησίας
τῆς Ἑλλάδος κανονικοὺς δεσμούς, χωρὶς νὰ καθίσταται ΥΠΕΡ-Ἐκκλησία; Ἀλλ᾿ ὅστις
καθίσταται ΥΠΕΡ-Ἐκκλησία, τίθεται απλῶς ἐκτὸς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ γίνεται σχισματικός
ἤ αιρετικός . Ἀπορῶ μάλιστα πῶς οὶ Παλαιοημερολογῖται, μὲ τὴν νοοτροπίαν την
ὁποίαν ἔχουν, δὲν... ἀναθεματίζουν καὶ ὅλους τοὺς Πατριάρχας, ὅλους τοὺς
Ἐπισκόπους, ὅλους τοὺς Κληρικούς, ὄλας τὰς Συνόδους, ὄλας τὰς Ἐκκλησίας, ὅλους
τοὺς Ἁγίους, ὅλους τοὺς πιστούς, απὸ τοῦ εβδόμου αἰῶνος μέχρι σήμερον. Θὰ
ἐρωτηθῶμεν: Διατί; Διότι, ἁπλούστατα, μέχρι τότε, δηλαδὴ μέχρι τοῦ ἑβδόμου
αἰώνος, ἡ νηστεία τῶν ἁγίων Ἀποστόλων δὲν διήρκει ὅσον σήμερον, ἀλλ᾿ ἦτο πολὺ
μεγαλυτέρα. Ἐξηγοῦμαι ἀναλυτικώτερον: Ἡ νηστεία αὕτη ἀρχικῶς ἦτο διαρκείας μιᾶς
ἑβδομαδος. «Τῇ γὰρ ἑβδομάδι μετὰ τὴν ἁγίαν Πεντηκοστὴν ὁ λαὸς νηστεύσας ἐξῆλθε
περὶ τὸ κοιμητήριον εὔξασθε». Μ. Ἀθανασίου «Περί τῶν διαβαλλόντων τὴν ἐν διωγμῷ
φυγὴν αὐτοῦ», παρ. 6. (Β.Ε.Π.Ε.Σ., 31,36). Καί αἱ «Ἀποστολικαὶ Διαταγαί»
ὁρίζουν(Ε,ΧΧ, 14): « Μετὰ οὖν τὸ ἑορτάσαι ὑμᾶς τὴν Πεντηκοστὴν ἑορτὰσατε μίαν
ἑβδομάδα καί μετ΄ ἐκείνην νηστεύσατε μ ί α ν (ἑβδομάδα)» (Β.Ε.Π.Ε.Σ., 2,93).
Ἀσχέτως τοῦ χρόνου ἐνάρξεως τῆς νηστείας (τὸ πρῶτον κείμενον ἐννοεῖ αὑτὴν
γινομένην κατ΄ αὐτήν ταύτην τὴν εβδομάδα τῆς Πεντηκοστῆς, δηλαδή ἀρχομένην ἀπὸ
τῆς ἐπαύριον τῆς Πεντηκοστῆς (*2), ένῷ τὸ δεύτερον κείμενον ἐννοεῖ αὐτὴν
γινομένην μίαν ἑβδομάδα βραδύτερον), τὸ βέβαιον εἶνε ὅτι τότε ἡ μετά τὴν
Πεντηκοστὴν νηστεία ἦτο διαρκείας μιᾶς καὶ μόνον ἑβδομάδος. (Τότε δὲν εἶχεν
άκόμη θεσπισθῆ ἡ ἑορτὴ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων τῇ 29ῃ Ἰουνίου. Παρὰ ταῦτα ἡ νηστεία
αὕτη συνεδέετο πρὸς τοῦς ἁγίους Ἀποστόλους, διότι οὗτοι μετὰ τὴν Πεντηκοστήν
ἐξαπεστάλησαν εἰς τὸ κήρυγμα). Κατὰ τοὺς μετέπειτα ὅμως αἰῶνας ἡ νηστεία αὕτη
κατέστη λίαν ἐκτεταμένη. Ἤρχιζεν ἀπό τῆς ἐπομένης τῆς εορτῆς τῶν ἀγίων Πάντων
καὶ ἐπερατοῦτο τῇ 14ῃ Αὐγούστου! Περιελάμβανε δηλαδὴ καὶ ὁλόκληρον τόν μῆν
Ἰούλιον, πρᾶγμα ὅπερ σημαίνει ὅτι ἦτο ἡ μακροτέρα νηστεία τοῦ ἔτους,
υπερβαίνουσα κατὰ πολὺ εἰς μῆκος καὶ αὐτήν τὴν Μ. Τεσσαρακοστήν. Ἐνῷ δηλαδὴ ἡ
Μ. Τεσσαρακοστή, ὁμοῦ μετά τῆς Μ. Εβδομάδος, φθάνει τὰς 48 ἡμέρας, ἡ νηστεία
τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, ἐν περιπτώσει μὲν ὀψίμου Πάσχα ἔφθανε τὰς 55 ἡμέρας, ἐν
περιπτώσει δὲ πρωΐμου Πάσχα ἔφθανε τὰς 89 ἡμέρας! Ἐπ᾿ αύτοῦ ἔχομεν σαφεστάτην
μαρτυρίαν τοῦ κατὰ τὸν Ζ΄ αἰῶνα ἀκμάσαντος ἁγίου Ἀναστασίου τοῦ Σιναΐτου: «Ἡ δὲ
μετὰ τὴν Πεντηκοστὴν νηστεία, αὕτη ἐστὶν ἡ ἐν ταῖς Διατάξεσι τῶν ἁγίων
Ἀποστόλων ρηθεῖσα. Φασὶ γὰρ ἐν ταύταις, ὅτι μετὰτὴν Πεντηκοστὴν ἑορτάσατε
ἑβδομάδα μίαν καὶ μετ᾿ ἐκείνην νηστεύσατε... Ἐνηστεύετο τοιγαροῦν ἡ τοιαύτη
νηστεία (σημ: κατὰ τοὺς πρὸ τοῦ ἁγίου Ἀναστασίου χρόνους) μέχρι τῆς Κοιμήσεως
τής Θεοτόκου· ὑπὸ δὲ τῶν ἁγίων Πατέρων δι᾿ οἱκονομίαν ἑξεκόπη, τὸ μὲν διὰ τὸ
παρεμπίπτειν ταῖς ἐθνικαῖς νηστεἰαις..., τὸ δέ, ὡς ἕμοιγε καταφαίνεται, καὶ διὰ
τὴν ὀλιγωρίαν καὶ τὸ ἁπρόθυμον τῶν ἀνθρώπων· ἐτυπώθη δὲ ἄχρι τῆς εορτῆς τῶν
ἁγίων Ἀποστόλων νηστεύειν, εἶθ᾿οὕτως ἐπιλύειν· εἶτα ἀπ᾿ ἀρχῆς Αὐγούστου
νηστεύειν, ἄχρι τῆς Κοιμήσεως τής Θεοτόκου, καί πάλιν διαλύειν...». Ὁλόκληρος
δηλαδή μήν, ὁ Ἰούλιος, ἀφαιρέθη! (Ἀναστασίου τοῦ Σιναΐτου, «Περὶ τῶν ἁγίων
Τεσσαρακοστῶν». Γ. Ράλλη Μ. Ποτλῆ «Σύνταγμα τῶν θείων καὶ Ἱερῶν Κανόνων», τόμ.
Δ΄, σελ. 583-584). Τί «κάθηνται» λοιπὸν οἱ ἀγαπητοὶ Παλαιοημερολογῖται, οἱ μὴ
ἀνεχόμενοι οὐδεμίαν μεταβολὴν εἰς ἀρχαῖα ἔθιμα καὶ παραδόσεις; Ἐἀν εἶνε
συνεπεῖς πρὸς ἑαυτούς, ὀφείλουν, πρῶτον, νὰ ἐπαναφέρουν τὴν νηστείαν αὐτήν εἰς
τὴν πρὸ τοῦ Ζ΄ αἰῶνος θέσιν τῆς, ὥστε νὰ καλύπτῃ καὶ ὁλόκληρον τὸν Ἰούλιον· καὶ
δεύτερον, ὀφείλουν νὰ ἀποκηρύξουν ὅλας τὰςἘκκλησίας, ἀπὸ τοῦ Ζ΄ αἰῶνος ἕως
σήμερον, ἐφ᾿ ὅσον αὗται ἐτόλμησαν νὰ περικόψουν ἀρχαιοπαράδοτον νηστείαν. Δὲν
θὰ ἐξαιρέσουν ἐννοεῖται, τῆς ἀποκηρύξεως καὶ τόν ἅγιον Ἀναστάσιον, ὁ ὁποῖος
ὁμιλεῖ μετὰ συμπαθείας καὶ ὄχι μετὰ βδελυγμίας περὶ τῶν τολμησάντων τὸ...
ἀνοσιούργημα τῆς περικοπῆς, οὕς μάλιστα ὀνομάζει -ἄκουσον! ἄκουσον!- καὶ
«ἁγίους Πατέρας»! Ἄν εἶνε ποτέ δυνατὸν «ἅγιοι Πατέρες» περικόπτουν νηστείας!...
Ἀναμένομεν! Μεταξὺ τῶν ἀποκηρυχθησομένων θὰ εἴνε βεβαίως καὶ ὀ ἅγιος Θεόδωρος ὁ
Στουδίτης, ὁ ὁποῖος: α) Δὲν κατήργησε τήν πρὸ αὐτοῦ γενομένην σύντμησιν τῆς
ρηθείσης νηστείας. Καὶ β) Ἐπὶ πλέον ὥριζεν ὅτι κατὰ τὰς ἑορτὰς καὶ τὰ Σάββατα
καὶ τὰς Κυριακὰς τόσον τῆς νηστείας αὐτῆς, ὅσον καὶ τῆς τοιαύτης τῶν
Χριστουγέννων, πλήν τῆς καταλὺσεως ἰχθύος, ἐπιτρέπεται καὶ ἡ κατάλυσις τυροῦ
καὶ ὠῶν !... Ἰδοὺ οἱ λόγοι αὐτοῦ: «Εἰς δὲ τὴν Τεσσαρακοστὴν τῶν ἁγίων Ἀποστόλων
ἰχθύας καὶ τυρὸν καὶ ὠὸν οὐκἐσθίομεν, πλὴν τῶν ἡμερῶν ἐν αἷς ὥραν οὐ
ψάλλομεν... ἐν δὲ ταῖς ἀργησίμοις ἐν αἷς ἠνιξάμεθα τυρὸν ἐσθίειν καὶ τὰ λοιπά,
τῇ στ΄ τρώγοντες, γ΄ πίνομεν καὶ όψὲ β΄ . Οὗτος τύπος καὶ τῇ Τεσσαρακοστὴ τοῦ
ἁγίου ἀποστόλου Φιλίππου...» (Ε. Π. Migne 99,1713-1716) (*3). Δὲν εἶνε λοιπὸν
καὶ αὐτὸς ἄξιος ἀποκηρύξεως;! Πολλῷ μᾶλλον εἶνε ἄξιος ἀποκηρύξεως ὁ Πατριάρχης
Ἀντιοχείας Θεόδωρος Βαλσαμὼν (ΙΒ΄ αἰών ), ὅστις ὄχι μόνον ἀποδέχεται τὴν
παλαιοτέραν σύντμησι ἀλλὰ ὁμολογεῖ, ὅτι εἰς τὴν ἐποχήν τοῦ ἡ σύντμησις εἶχεν
ἄφήσει ἀθίκτους μόνον ἑπτὰ ἡμέρας, τοὐλάχιστον διὰ τοὺς λαϊκούς. «...Ἡμεῖς δὲ
σκοπήσαντες τὰ περὶτούτου, ἀπολογούμεθα, ὅτι ἐξ ἀνάγκης προηγοῦνται νηστεῖαι
πρὸ τῶν τεσσάρων τούτων ἑορτῶν, ἤγουν πρὸ τῆς έορτῆς τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, τῆς
Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦἡμῶν καὶ τῆς
Κοιμήσεως τῆς ἁγίας Θεοτόκου, πλὴν ἑπταήμεροι. Μία γὰρ τεσσαρακονθήμερος
νηστεία ἐστίν, ἡ τοῦ ἁγίου καὶ μεγάλου Πάσχα. Εἰ δὲ τίς καὶ πλὲον τῶν ἑπτὰ
ἡμερῶν κατὰ τὴν ἑορτὴν τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καὶ κατὰ τὴν ἑορτὴν τῆς Γεννήσεως
τοῦ Χριστοῦ νηστεύει ἤ ἑκοντὶ ἐξ ἰδίας θελήσεως) ἤ ἀπὸ κτητορικοῦ
(=μοναστηριακοῦ) τυπικοῦ συνωθούμενος, ού καταισχυνθήσεται». (Γ. Ράλλη - Μ.
Ποτλῆ, μν. Ἔργον, τόμ. Δ΄, σελ. 488.) Ἐπί τῇ εὐκαιρίᾳ θὰ εἴπω ὀλίγα καὶ περὶ
μιᾶς ἄλλης νηστείας, ἡ ὁποία σὺν τῇ παρόδῳ τοῦ χρόνου κατηργήθη παντελῶς ἐν τῇ
πράξει χωρὶς νὰ προκαλέση ὄχι ἀνταρσίας καὶ σχίσματα, ἀλλ᾿ οὔτε κἄν θόρυβον ἤ
ἀντιδράσεις. Ἐννοῶ τὴν πρὸ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ νηστείαν, ἡ ὁποία ἦτο
πολυήμερος. Μόνον οἱ λαϊκοὶ εἶχον νηστείαν μιᾶς ἡμέρας, ἤτοι τὴν ἰδιαν ἡμέραν
τῆς ἑορτῆς τοῦ Σταυροῦ. Οί Μοναχοὶ ὅμως εἶχον καὶ πρὸ τῆς ἑορτῆς νηστείαν διαρκείας
4-14 ἡμερῶν! Ἰδοὺ τί μαρτυρεῖ σχετικῶς ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης: «Οἱ μὲν
οὺν μονάζοντες, εἱς δόξαν καὶ ἐπαινον τοῦ σταυρικοῦ ξύλου, δέκα καὶ τέσσαρας
ἡμέρας διαφυλάττουσιν, ἄλλοι δώδεκα, ἄλλοι τέσσαρας· ὁ δὲ σύμπας λαὸς τοῦ
Χριστοῦ, ἁγνοὶ πάντες διατηρῶσιν αὐτην τὴν ἡμέραν τῆς ὑψώσεως, ἤτοι τὴν δεκάτην
τετάρτην τοῦ Σεπτεμβρίου μηνός». (Ε. Π. Migne 99, 1696). Ποῦ εἶνε σήμερον ἡ
πολυήμερος νηστεία αὕτη πρό τῆς ἑορτῆς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ; Εἰς ποίας ἱερὰς
Μονὰς τηρεῖται; Ποῖοι Μοναχοὶ τῆν γνωρίζουν κἄν; Οὐδαμοῦ τηρεῖται καῖ οὐδεὶς
τὴν γνωρίζει! Ἐξέλιπεν ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον χωρὶς νὰ ἀφήση ἴχνη... Διὰ τῶν
ἀνωτέρω πολὺ ἀπέχω ἀπὸ τοῦ νὰ συνηγορῶ ὑπὲρ τῆς καταργήσεως ἤ τοῦ περιορισμοῦ
τῶν νηστειῶν, ἔστω καὶ ἄν αὖται δὲν ἔχουν νομοθετηθῆ ὑπὸ Οἰκουμενικῆς Συνόδου,
ὅπως ἡ νηστεία τῆς Τετάρτης καὶ τῆς Παρασκευῆς καὶ τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς.
Πιστεύω ὅτι τὰ πράγματα πρέπει νὰ ἀφεθοῦν ὡς ἔχουν καὶ οἱ Ἑξομολόγοι, ἐν τῇ
διακριτικῇ αὐτῶν ἐξουσίᾳ, ἄς οἱκονομοῦν τοὺς πιστοὺς ἀναλόγως πρὸς τὴν δύναμιν
ἑκάστου. Ἄς λείψουν αἱ ἀλλαγαὶ καὶ αἱ μεταρρυθμίσεις. Ἄς μὴ προκαλῶνται
ἀμφισβητήσεις καὶ συγχύσεις. Ἄς πρυτανεύσῃ ἡ ποιμαντικὴ σύνεσις. Ἄς μὴ
ταράττωνται αἱ συνειδήσεις τῶν ἁπλουστέρων. Οἱ Ποιμένες ἡμῶν ἄς μὴ λησμονοῦν τὸ
ἀποστολικὸν ρῆμα: «Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐ πάντα συμφέρει· πάντα μοι
ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐπάντα οἰκοδομεῖ» (Α΄ Κορ. Ί, 23). Δὲν συνηγορῶ λοιπὸν ὑπὲρ
οὐδεμιᾶς μεταβολῆς τοῦ καθεστῶτος τῶν νηστειῶν. Ἁπλῶς θέλω νά ἐπισημάνω διὰ τῶν
ὡς ἄνω ὅτι ἡμεῖς οἱ πιστοὶ δὲν δυνάμεθα διὰ τοιαῦτα θέματα νὰ δημιουργῶμεν
ἐπαναστάσεις κατὰ τῆς Ἐκκλησίας μάς καὶ σχίσματα καὶ κατατμήσεις.
--------------
(*1) Βλ. Σελ. 52 τοῦ παρόντος (ὑποσ. Β΄)
(*2) Τὸ «προηγούμενον» αὐτο παρέχει, νομίζομεν, ποιάν τινα λύσιν εἰς τὴν
περίπτωσιν καθ᾿ ἥν, λόγῳ λίαν ὀψίμου Πάσχα, δὲν μεσολαβεῖ χρονικόν τι διάστημα
μεταξὺ Κυριακῆς ἁγίων Πάντων καὶ ἑορτῆς ἁγίων Ἀποστόλων. Ἐν τῇ περιπτώσει ταύτῃ
ἄς τηρῆται μικρά τις νηστεία ἐναὐτῇ τῇ ἑβδομάδι τῆς Πεντηκοστῆς (καίτοι αὕτη
εἶνε καταλύσιμος), κατὰ τὸ ὑπόδειγμα τῶν πιστῶν τῆς ἐποχῆς τοῦ Μ. Ἀθανασίου.
(*3) Ὁ αὐτὸς ἅγιος Πατήρ, ὁμιλῶν καῖ περὶ τῆς νηστείας τῆς Μ.
Τεσσαρακοστῆς, ἐδίδασκεν ὅτι ἐπιτρέπεται κατάλυσις ἰχθύος οὐ μόνον κατὰ τὴν
Κυριακὴν τῶν Βαΐων, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸ πρὸ αὐτῆς Σάββατον τοῦ Λαζάρου!« Ἰχθύας δὲ
οὐδαμῶς ἐσθίομεν τὴν ἀγίαν αὐτην νηστείαν (τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς), πλὴν τῇ ἡμέρᾳ
τοῦ Σαββάτου καὶ τῇ Κυριακῇ τῶν Βαΐων, εἰς δόξαν τοῦ κατελθόντος ἐκ τῆς
νηστείας καὶ συνεσθιασθέντος ἐπὶ τῇ τοῦ Λαζάρου ἐγέρσει»! (Ε. Π. Migne 99,
1700).
--
Παραθέτουμε και ένα απόσπασμα από το βιβλίο «ΥΠΟΘΗΚΕΣ ΖΩΗΣ από τη διδασκαλία του πατρός Επιφανίου» - Έκδοσις Ιερού Ησυχαστηρίου Κεχαριτωμένης Θεοτόκου Τροιζήνας, σελ. 38, το οποίο βρήκαμε στο διαδίκτυο:
Κάποτε συζητούσε ο π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος με έναν απλοϊκό Παλαιοημερολογίτη, ο οποίος του έλεγε με οργή και αυτοπεποίθηση: «Εσείς οι Νεοημερολογίτες δεν θα πάτε στον Παράδεισο!». «Θα πάμε!» του τόνιζε χαμογελώντας ο Γέροντας.
«Δεν θα πάτε!» επέμενε αυτός. «Θα πάμε!» επαναλάμβανε ο Γέροντας. «Αι, αν πάτε εσείς, εγώ τέτοιο Παράδεισο δεν τον θέλω!» έλεγε ο παλαιοημερολογίτης.
«Βρε ταλαίπωρε, του λέει ο Γέροντας. Τι σ’ ενδιαφέρει εσένα ποιόν θα βάλει ο Θεός στον Παράδεισο; Εμένα δεν θα με πείραζε καθόλου ακόμη κι αν μ’ έβαζε ο Θεός στον Παράδεισο παρέα με τον Νέρωνα, τον Καλιγούλα και τον Χίτλερ και αν μου έδινε και σαν εργασία να τους γυαλίζω τα παπούτσια. Αρκεί να βάλει κι εμένα μέσα, έστω και τελευταίον! Το μόνο που φοβάμαι είναι ότι εσείς οι Παλαιοημερολογίτες, με τη στενοκεφαλία την οποία έχετε, θα χάσετε τον Παράδεισο.»
--
Παραθέτουμε και ένα απόσπασμα από το βιβλίο «ΥΠΟΘΗΚΕΣ ΖΩΗΣ από τη διδασκαλία του πατρός Επιφανίου» - Έκδοσις Ιερού Ησυχαστηρίου Κεχαριτωμένης Θεοτόκου Τροιζήνας, σελ. 38, το οποίο βρήκαμε στο διαδίκτυο:
Κάποτε συζητούσε ο π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος με έναν απλοϊκό Παλαιοημερολογίτη, ο οποίος του έλεγε με οργή και αυτοπεποίθηση: «Εσείς οι Νεοημερολογίτες δεν θα πάτε στον Παράδεισο!». «Θα πάμε!» του τόνιζε χαμογελώντας ο Γέροντας.
«Δεν θα πάτε!» επέμενε αυτός. «Θα πάμε!» επαναλάμβανε ο Γέροντας. «Αι, αν πάτε εσείς, εγώ τέτοιο Παράδεισο δεν τον θέλω!» έλεγε ο παλαιοημερολογίτης.
«Βρε ταλαίπωρε, του λέει ο Γέροντας. Τι σ’ ενδιαφέρει εσένα ποιόν θα βάλει ο Θεός στον Παράδεισο; Εμένα δεν θα με πείραζε καθόλου ακόμη κι αν μ’ έβαζε ο Θεός στον Παράδεισο παρέα με τον Νέρωνα, τον Καλιγούλα και τον Χίτλερ και αν μου έδινε και σαν εργασία να τους γυαλίζω τα παπούτσια. Αρκεί να βάλει κι εμένα μέσα, έστω και τελευταίον! Το μόνο που φοβάμαι είναι ότι εσείς οι Παλαιοημερολογίτες, με τη στενοκεφαλία την οποία έχετε, θα χάσετε τον Παράδεισο.»
**
Σημείωση ιστολογίου
Αλιεύσαμε τα εν λόγω αποσπάσματα του βιβλίου από το
διαδίκτυο, συγκεκριμένα από τα ιστολόγια exprotestant.blogspot.gr,
stwmenlalws.blogspot.gr, hellas-orthodoxy.blogspot.gr και schismaticsreturntochurch.wordpress.com , από την
ιστοσελίδα www.impantokratoros.gr , καθώς και από σχόλια ή αναρτήσεις χρηστών του
facebook.com . Ευχαριστούμε τους φίλους για την ανάρτηση ή την
δακτυλογράφηση, ιδίως τους Στέλιο Μπαφίτη και Στέφανο Μεσεδάκη.
Στο ιστολόγιο stwmenkalws διαβάσαμε
πως η αναδημοσίευση γίνεται «Με την ευλογία τού Ιερού Ησυχαστηρίου
Κεχαριτωμένης Θεοτόκου Τροιζήνος, του οποίου κτήτωρ είναι ο μακαριστός π.
Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος». Στο facebook βρήκαμε
αποσπάσματα δακτυλογραφημένα από φίλους. Αναδημοσιεύουμε και εμείς ό,τι βρήκαμε
από αποσπάσματα του βιβλίου που ήδη είναι δημοσιευμένα στο διαδίκτυο, αφ’ ενός με την προοπτική ωφελείας και
ενημέρωσης παντός ενδιαφερομένου, αφ’ ετέρου με την προοπτική προβολής του εν
λόγω ψυχωφελέστατου βιβλίου.
Σε περίπτωση που θίγουμε πνευματικά δικαιώματα ή η ανωτέρω
σεβαστή Μονή έχει οιαδήποτε αντίρρηση για την αναδημοσίευση αποσπασμάτων του
βιβλίου εκ μέρους μας, παραμένουμε προθυμότατοι να περιορίσουμε ή και να
καταργήσουμε την εν λόγω αναδημοσίευση, αρκεί να ειδοποιηθούμε ηλεκτρονικώς σχετικώς
στο enotitapisteos@gmail.com Ευχαριστούμε!